Η Ørsted, ο δανέζικος κολοσσός της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, βρέθηκε τον Αύγουστο του 2025 στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορίας της. Μετά από μια διετία διαδοχικών αποτυχιών, η εταιρεία ανακοίνωσε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 9 δισ. δολαρίων, μια κίνηση που ήρθε να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό που άφησε η κατάρρευση της συμφωνίας για το Sunrise Wind στις ΗΠΑ. Η εν λόγω είδηση προκάλεσε πανικό στους επενδυτές: η μετοχή κατέγραψε την χειρότερη εβδομάδα στην ιστορία της, με πτώση άνω του 30% και κεφαλαιοποίηση μόλις 13,8 δισ. δολάρια. Οι short θέσεις εκτοξεύθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ, με τους επενδυτές να ποντάρουν στη συνεχιζόμενη πτώση της εταιρείας. Πώς φτάσαμε όμως στην ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της θέσης της Ørsted στην αγορά.

Από την πράσινη έκρηξη στην κορύφωση του 2021

Μέχρι τις αρχές του 2021, η αποτίμηση της εταιρείας εκτοξεύθηκε στα 90 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας ακόμη και παραδοσιακούς ενεργειακούς κολοσσούς όπως η BP. Η μετοχή της Ørsted είχε γίνει αγαπημένη των επενδυτών, αντανακλώντας τον ενθουσιασμό για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα χαμηλά επιτόκια που ευνοούσαν τις πράσινες επενδύσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με το Reuters αυτή η φούσκα των πράσινων μετοχών δεν θα αργούσε να ξεφουσκώσει: τα επόμενα χρόνια οι συνθήκες άλλαξαν δραματικά, οδηγώντας την Ørsted από την κορύφωση σε μια απότομη πτώση.

Μετά το 2021, ολόκληρη η βιομηχανία αιολικής ενέργειας βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις. Τα κόστη υλικών και εξοπλισμού αυξήθηκαν απότομα λόγω πληθωρισμού και προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, διαβρώνοντας την κερδοφορία νέων έργωn. H απότομη άνοδος των επιτοκίων παγκοσμίως ανέβασε το κόστος χρηματοδότησης, μειώνοντας την αποτίμηση των εταιρειών ΑΠΕ – ουσιαστικά έσκασε τη «φούσκα» των πράσινων μετοχών. Οι επενδυτές άρχισαν να επανεκτιμούν την ταχύτητα της ενεργειακής μετάβασης, βλέποντας ότι τα έργα ΑΠΕ μπορεί να καθυστερήσουν ή να απαιτήσουν περισσότερο κεφάλαιο υπό τις νέες συνθήκες. Ο κλάδος των αιολικών ήρθε αντιμέτωπος με τεχνικά και επιχειρησιακά προβλήματα: ενδεικτικά, ορισμένοι κατασκευαστές ανεμογεννητριών αντιμετώπισαν μηχανικές αστοχίες σε νέα μοντέλα, ενώ άλλοι developer ακύρωσαν έργα λόγω μη βιώσιμου κόστους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σουηδική Vattenfall εγκατέλειψε το καλοκαίρι του 2023 ένα μεγάλο υπεράκτιο αιολικό έργο στο Ηνωμένο Βασίλειο, κρίνοντας ότι δεν ήταν πλέον οικονομικά βιώσιμο υπό το αυξημένο κόστος. Οι δυσκολίες αυτές έπληξαν και την Ørsted, η οποία μέχρι τότε βάσιζε την επεκτατική στρατηγική της σε ένα περιβάλλον χαμηλού κόστους δανεισμού και σταθερής ζήτησης.

Συσσώρευση ζημιών και παγωμένα έργα

Μέσα στο 2023, τα προβλήματα αυτά μεταφράστηκαν σε απτά οικονομικά πλήγματα για την Ørsted. Τον Αύγουστο 2023, η εταιρεία προειδοποίησε ότι ενδέχεται να πραγματοποιήσει απομειώσεις αξίας έως 16 δισ. δανικών κορωνών (περίπου $2,3 δισ.) στα υπεράκτια αιολικά έργα της στις ΗΠΑ, λόγω καθυστερήσεων από προμηθευτές, αύξησης του κόστους κεφαλαίου και αβεβαιότητας γύρω από φορολογικά κίνητρα. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε πανικό στους μετόχους: η μετοχή της Ørsted κατέρρευσε κατά 20-25% σε μία ημέρα – η μεγαλύτερη πτώση από την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο – διαγράφοντας 7 δισ. δολάρια από την αγοραία αξία της εταιρείας. Ήταν το προοίμιο μιας σειράς αρνητικών εξελίξεων: μέχρι τον Οκτώβριο 2023, η Ørsted αναγκάστηκε να εγκαταλείψει δύο μεγάλα υπεράκτια έργα στις ΗΠΑ (Ocean Wind 1 και 2), τα οποία παρουσίαζαν διαρκείς καθυστερήσεις και οικονομικές αστοχίες. Η εταιρεία κατέγραψε συνολικά απομειώσεις ύψους 28,4 δισ. DKK στο αμερικανικό χαρτοφυλάκιό της για το εννεάμηνο του 2023, με το μεγαλύτερο μέρος να αφορά το έργο Ocean Wind 1. Παράλληλα, η Ørsted πάγωσε και ένα φιλόδοξο νέο έργο στο Ηνωμένο Βασίλειο (Hornsea 4) προτού καν λάβει τελική επενδυτική απόφαση, επικαλούμενη το επιδεινωμένο οικονομικό περιβάλλον. Η ακύρωση του Hornsea 4, ενός εκ των μεγαλύτερων σχεδιαζόμενων αιολικών πάρκων παγκοσμίως, θα στοιχίσει στην εταιρεία περί τα 5,5 δισ. DKK σε ρήτρες και διαγραφές – όμως κρίθηκε απαραίτητη, καθώς η αξία του έργου είχε υπονομευτεί από τον συνδυασμό αυξημένων κοστών, υψηλών επιτοκίων και αυξημένου ρίσκου υλοποίησης. Η αξία της Ørsted είχε μειωθεί κατά ~80% σε σχέση με το υψηλό του 2021, και η εμπιστοσύνη των επενδυτών είχε κλονιστεί. Πριν καν προχωρήσει στην αύξηση κεφαλαίου, η εταιρεία είχε χάσει μερίδιο της αξιοπιστίας της όταν εγκατέλειψε δύο μεγάλα project στις ΗΠΑ και ανέστειλε ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός που έκανε τους μετόχους να αναρωτιούνται τι άλλο μπορεί να πάει στραβά.

Αλλαγή ηγεσίας και στρατηγική στροφή

Μπροστά σε αυτή την κρίση, το διοικητικό συμβούλιο της Ørsted αποφάσισε μια ηχηρή αλλαγή ηγεσίας. Όπως αναφέρουν οι Financial Times στις αρχές του 2025, ο μέχρι τότε CEO Mads Nipper – που είχε βρεθεί στο τιμόνι από το 2021 – αποχώρησε, έχοντας δεχθεί κριτική για τις συνεχιζόμενες ζημίες και την κατακόρυφη πτώση της μετοχής. Νέος διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε ο Rasmus Errboe (μέχρι πρότινος αναπληρωτής CEO και επικεφαλής Ευρώπης), με αποστολή να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και να επαναφέρει την εταιρεία σε τροχιά βιώσιμη. Ήδη από τους πρώτους μήνες του 2025, ο Errboe προχώρησε σε σημαντικές στρατηγικές προσαρμογές: περιέκοψε το επενδυτικό πλάνο της Ørsted κατά 25% σε σχέση με τα προηγούμενα σχέδια, στοχεύοντας να εξυγιάνει τα οικονομικά χωρίς να χρειαστεί άμεσα προσφυγή σε αύξηση κεφαλαίου ή απώλεια της επενδυτικής διαβάθμισης του χρέους της εταιρείας.

Η νέα στρατηγική του περιελάμβανε επίσης την «εστίαση στα βασικά»: η Ørsted ανακοίνωσε ότι θα υποχωρήσει από δευτερεύουσες δραστηριότητες, μειώνοντας την έκθεσή της σε onshore αιολικά πάρκα, πράσινο υδρογόνο και έργα δέσμευσης άνθρακα, ώστε να επικεντρωθεί στον κύριο τομέα της – την υπεράκτια αιολική ενέργεια. Αυτό ήταν μια ουσιαστική στρατηγική ανασύνταξη: η εταιρεία αποφάσισε να ρευστοποιήσει περιουσιακά στοιχεία, βγάζοντας προς πώληση το ευρωπαϊκό χαρτοφυλάκιο των χερσαίων αιολικών πάρκων της, καθώς και ποσοστά συμμετοχής που διατηρεί σε ορισμένα υπεράκτια αιολικά έργα (farm-down). Τα έσοδα από αυτές τις κινήσεις, μαζί με οργανικές ταμειακές ροές, θα στηρίξουν την ολοκλήρωση του μεγάλου επενδυτικού προγράμματος που ήδη «τρέχει» η Ørsted έως το 2027.

Ένα ακόμα αγκάθι – Η νέα πολιτική ηγεσία στις ΗΠΑ

Στις αρχές του 2025, ένας ακόμη εξωτερικός παράγοντας ήρθε να επιβαρύνει το κλίμα: η αλλαγή πολιτικής ηγεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία συνοδεύτηκε από μια σαφή στροφή υπέρ των ορυκτών καυσίμων και επιφυλακτικότητα απέναντι στην αιολική ενέργεια. Ήδη από τους πρώτους μήνες, η νέα αμερικανική διοίκηση έλαβε μέτρα που ψαλίδισαν την δυναμική της υπεράκτιας αιολικής αγοράς στις ΗΠΑ: ο Πρόεδρος Trump διέταξε τον Απρίλιο του 2025 την παύση εργασιών σε ένα μεγάλο αιολικό έργο της νορβηγικής Equinor στα ανοικτά της Νέας Υόρκης, ενόψει “επανεξέτασης” των περιβαλλοντικών και οικονομικών πτυχών. Η κίνηση αυτή τάραξε τους επενδυτές και είχε άμεσο αντίκτυπο στην Ørsted, καθώς ματαίωσε τα σχέδιά της να πουλήσει μερίδιο στο δικό της κοντινό έργο (Sunrise Wind) – οι υποψήφιοι αγοραστές ζήτησαν πλέον υψηλότερες αποδόσεις λόγω του αυξημένου ρίσκου. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξει μια σοβαρή «τρύπα» χρηματοδότησης για την Ørsted, δεδομένου ότι υπολόγιζε στην είσπραξη εσόδων από αυτή την πώληση. Επιπλέον, η κυβέρνηση Τραμπ ανέστειλε την έκδοση νέων ομοσπονδιακών αδειών/μισθώσεων για υπεράκτια αιολικά πάρκα εν αναμονή αναθεώρησης, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη της αγοράς. Η ευρύτερη στάση του – συχνά ανοιχτά εχθρική προς τις ανεμογεννήτριες – ροκάνισε την εμπιστοσύνη των επενδυτών στον κλάδο, γεγονός που καθρεφτίζονταν και στην πορεία της μετοχής: από την εκλογή του Τραμπ για δεύτερη θητεία (Νοέμβριος 2024) μέχρι την άνοιξη 2025, η μετοχή της Ørsted είχε ήδη χάσει περίπου το ένα τρίτο της αξίας της.

Σαν να μην έφταναν αυτά, προστέθηκαν και εμπορικά εμπόδια: οι δασμοί που επανέφερε η νέα ηγεσία των ΗΠΑ σε χάλυβα, αλουμίνιο και σχετικά προϊόντα αύξησαν το κόστος των δύο υπεράκτιων έργων της Ørsted στην Αμερική, αναγκάζοντας την εταιρεία να εγγράψει επιπλέον απομειώσεις ~1,2 δισ. κορωνών (παρότι τα έργα συνεχίζονται). Συνολικά, η πολιτική μεταστροφή στις ΗΠΑ δημιούργησε έναν πολύ πιο δύσκολο οικονομικό και πολιτικό ορίζοντα για την Ørsted: όπως παρατήρησε ο Errboe, η εταιρεία καλείται πλέον να χρηματοδοτήσει και να ολοκληρώσει ένα τεράστιο πρόγραμμα κατασκευής έργων μέσα σε ένα περιβάλλον τελείως διαφορετικό – με υψηλότερα επιτόκια και λιγότερο φιλική πολιτική στήριξη – σε σύγκριση με την περίοδο που σχεδιάστηκαν αυτά τα έργα.

Η κεφαλαιακή ενίσχυση και η κρατική «σανίδα σωτηρίας»

Όλες οι παραπάνω πιέσεις κορυφώθηκαν το καλοκαίρι του 2025, όταν η Ørsted αναγκάστηκε να κάνει αυτό που προσπάθησε επί μήνες να αποφύγει: μια τεράστια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Τον Αύγουστο 2025, η διοίκηση εξήγγειλε έκδοση δικαιωμάτων προτίμησης (rights issue) ύψους ~9 δισ. δολαρίων, προκειμένου να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό και να ενισχυθεί η κεφαλαιακή διάρθρωση της εταιρείας. Η ανακοίνωση αυτή, παρότι απαραίτητη, είχε βραχυπρόθεσμα καταστροφικό αποτέλεσμα στο ταμπλό: οι μετοχές της Ørsted κατέγραψαν την χειρότερη εβδομαδιαία πτώση στην ιστορία τους, χάνοντας πάνω από 30% και ρίχνοντας την κεφαλαιοποίηση της εταιρείας στα 13,8 δισ. δολάρια. Οι υπάρχοντες μέτοχοι αντέδρασαν αρνητικά στη μεγάλη διάχυση (dilution) της συμμετοχής τους, και οι short θέσεις (ανοιχτές πωλήσεις) στη μετοχή εκτινάχθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ καθώς οι επενδυτές πόνταραν περαιτέρω στην πτώση της αξίας.

Ωστόσο, η Ørsted είχε ένα κρίσιμο στήριγμα: το δανέζικο κράτος, που κατέχει το 50,1% των μετοχών, δήλωσε ότι θα συμμετάσχει πλήρως στην αύξηση. Η κυβέρνηση ουσιαστικά ανέλαβε να στηρίξει την εταιρεία με νέα κεφάλαια, υπογραμμίζοντας έτσι και τη στρατηγική σημασία που έχει η υπεράκτια αιολική ενέργεια για την Ευρώπη. Με τον βασικό μέτοχο στο πλευρό της, η Ørsted ευελπιστεί ότι η κεφαλαιακή ενίσχυση θα καλυφθεί επιτυχώς – ήδη τραπεζικές πηγές ανέφεραν μεγάλο ενδιαφέρον συμμετοχής, χαρακτηρίζοντας την έκδοση «σκληρή μάχη» μεταξύ επενδυτών για την απόκτηση των νέων μετοχών. Παράλληλα, ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος, η νορβηγική Equinor (10% της Ørsted), άφησε να εννοηθεί ότι θα συζητήσει εποικοδομητικά με την εταιρεία, δείχνοντας διάθεση υποστήριξης.

Οι κινήσεις αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους οίκους αξιολόγησης. Λίγο πριν την ανακοίνωση της αύξησης, η S&P Global Ratings υποβάθμισε την πιστοληπτική διαβάθμιση της Ørsted κατά μία βαθμίδα, φέρνοντάς την μόλις ένα σκαλοπάτι πάνω από την κατηγορία “junk” (σκουπίδια) – δηλαδή στο κατώφλι της μη-επενδυτικής βαθμίδας. Η S&P σημείωσε ότι η αποτυχία πώλησης του μεριδίου στο Sunrise Wind αποτελεί μια ακόμη ένδειξη επιδείνωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την Ørsted, δικαιολογώντας έτσι την ανησυχία της. Ο οικονομικός διευθυντής της Ørsted, Trond Westlie, επιχείρησε να καθησυχάσει την αγορά δηλώνοντας ότι η υποβάθμιση δεν επηρεάζει τα σχέδια της εταιρείας και ότι το πρόγραμμα κατασκευής 8,1 GW νέας ισχύος προχωρά κανονικά. Πράγματι, ένας άλλος οίκος, η Moody’s, διατήρησε τη δική της αξιολόγηση στο Baa2 (επενδυτική βαθμίδα) για την Ørsted, υποδηλώνοντας εμπιστοσύνη ότι η εταιρεία θα αντέξει μετά την ανακεφαλαιοποίηση.

Με την αύξηση κεφαλαίου και τη στρατηγική ανασύνταξη σε εξέλιξη, το ερώτημα είναι αν η Ørsted μπορεί να ανακτήσει τη δυναμική της. Η διοίκηση ποντάρει στο ότι, αφού ξεπεραστεί ο «Γολγοθάς» των επόμενων δύο ετών, η εικόνα θα βελτιωθεί σημαντικά. Σύμφωνα με τον αναλυτή Mark Freshney (UBS), η Ørsted αντιμετωπίζει ένα υψηλό κύμα επενδυτικών δαπανών βραχυπρόθεσμα – με αύξηση του καθαρού χρέους ως το 2027 – αλλά έπειτα η κατάσταση σταθεροποιείται, καθώς τα μεγάλα έργα θα έχουν ολοκληρωθεί και οι επενδύσεις θα μειωθούν δραστικά.

Ήδη η Ørsted κατασκευάζει μια σειρά από τεράστια υπεράκτια αιολικά πάρκα συνολικής ισχύος 8,1 GW σε διάφορες χώρες (από την Ταϊβάν μέχρι την Πολωνία), με στόχο να τα παραδώσει μέχρι το τέλος του 2027. Η επιτυχής ολοκλήρωση αυτού του pipeline έργων είναι κρίσιμη: εκτιμάται ότι θα ενισχύσει τα ετήσια κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) της Ørsted κατά $1,7–1,9 δισ. σε μόνιμη βάση. Αυτή η μελλοντική εισροή θα βελτιώσει σημαντικά τους χρηματοοικονομικούς δείκτες, δικαιώνοντας – εφόσον υλοποιηθεί – τη σημερινή απόφαση για θωράκιση του ισολογισμού. Οι αναλυτές φαίνεται να αναγνωρίζουν ότι η Ørsted είχε λίγες εναλλακτικές. «Ο απλούστερος τρόπος να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών ήταν η αλλαγή CEO», σχολίασε ο Jacob Pedersen της Sydbank.

Διαβάστε ακόμη