Με προτεινόμενο προϋπολογισμό που εκτινάσσεται στα 81,4 δισ. ευρώ, ο ανανεωμένος Μηχανισμός «Συνδέοντας την Ευρώπη» (Connecting Europe Facility – CEF) αναδεικνύεται σε βασικό πυλώνα της επόμενης προγραμματικής περιόδου 2028–2034 για την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με τη χρηματοδότηση έργων υποδομών σε δίκτυα ηλεκτρισμού, μεταφορών και ψηφιακά. Η πρόταση της Κομισιόν παραπέμπει σε υπερδιπλασιασμό των διαθέσιμων πόρων σε σχέση με την τρέχουσα περίοδο 2021–2027, όπου ο συνολικός προϋπολογισμός του CEF ανέρχεται σε 33,71 δισ. ευρώ.

Ο νέος σχεδιασμός αποτυπώνει ξεκάθαρα τη βούληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιταχύνει την ολοκλήρωση των Διευρωπαϊκών Δικτύων στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών και της ψηφιακής συνδεσιμότητας, προσδίδοντας στην υποδομή ρόλο κινητήριας δύναμης για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της Ένωσης.

Όπως τονίζεται στην επίσημη ανακοίνωση της Επιτροπής, το CEF 2028–2034 θα «ενισχύσει επενδύσεις σε έργα κομβικής σημασίας για τη διασυνοριακή συνοχή, την ανθεκτικότητα των δικτύων και τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης». Παράλληλα, ο μηχανισμός θα συνεισφέρει στη στρατιωτική κινητικότητα, μέσω της χρηματοδότησης διπλής χρήσης υποδομών (dual-use infrastructure) που εξυπηρετούν τόσο πολιτικούς όσο και στρατιωτικούς σκοπούς, σύμφωνα με το Action Plan for Military Mobility.

Στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2021–2027, η κατανομή των κονδυλίων του CEF έχει ως εξής:

  • Μεταφορές: 25,81 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 11,29 δισ. προορίζονται για τις χώρες συνοχής
  • Ενέργεια: 5,84 δισ. ευρώ
  • Ψηφιακός τομέας: 2,07 δισ. ευρώ

Η μετάβαση στην περίοδο 2028–2034 φέρνει, επομένως, μια ποιοτική αναβάθμιση του ρόλου του CEF, με την Επιτροπή να τοποθετεί το 70% των πόρων του Μηχανισμού υπέρ δράσεων για το κλίμα και το περιβάλλον. Το ποσοστό αυτό αντανακλά τον γενικότερο στόχο του νέου επταετούς πλαισίου δαπανών της ΕΕ για 35% αφιέρωση σε δαπάνες που προάγουν την κλιματική ουδετερότητα, την ανθεκτικότητα και την κυκλικότητα, με κινητοποίηση συνολικά άνω των 700 δισ. ευρώ για περιβαλλοντικούς σκοπούς — από τα διαρθρωτικά ταμεία και το CEF έως την έρευνα και τη διεθνή συνεργασία.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ενίσχυση του CEF έχει διπλό στόχο: αφενός, την ολοκλήρωση της Ενεργειακής Ένωσης, μέσω της υποστήριξης υποδομών που θα επιτρέψουν τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και την ενσωμάτωση ανανεώσιμων πηγών· αφετέρου, την υλοποίηση του Trans-European Transport Network (TEN-T), με έμφαση σε σιδηροδρομικές και θαλάσσιες συνδέσεις μηδενικών εκπομπών.

Ο Επίτροπος Ενέργειας, Νταν Γιόργκενσεν, τόνισε ότι ο νέος κοινοτικός προϋπολογισμός «θα προσφέρει καθαρή, προσιτή και ασφαλή ενέργεια στους Ευρωπαίους πολίτες και τις επιχειρήσεις», υπογραμμίζοντας πως η ενίσχυση του Μηχανισμού «Συνδέοντας την Ευρώπη» είναι απολύτως καθοριστική για την προώθηση της απανθρακοποίησης, την ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας μεταξύ των κρατών-μελών και τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας σε μια περίοδο αυξημένης γεωπολιτικής αστάθειας.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Ένα ισχυρότερο Connecting Europe Facility αποτελεί το κλειδί για την εμβάθυνση της Ενεργειακής Ένωσης. Ενισχύει τις διασυνδέσεις, στηρίζει την απανθρακοποίηση και εγγυάται την ασφάλεια του εφοδιασμού».

Η ρητορική της Επιτροπής συνδέει άμεσα το αυξημένο σκέλος του CEF Energy – το οποίο στην πρόταση πενταπλασιάζεται – με τη δυνατότητα της Ένωσης να ολοκληρώσει την ενιαία ενεργειακή αγορά, να μειώσει τη γεωπολιτική της εξάρτηση και να επιταχύνει την πράσινη μετάβαση χωρίς να διακυβεύεται η επάρκεια ή η προσιτή τιμολόγηση της ενέργειας.

Η μετάβαση, όπως σημειώνεται στο επίσημο κείμενο με τίτλο “Delivering on the clean transition” της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ιούλιος 2025), «τοποθετεί τους πολίτες και τις επιχειρήσεις στο επίκεντρο των επενδύσεων», με στόχο τη στήριξη της καινοτομίας και τη διασφάλιση ότι η μετάβαση θα είναι «κοινωνικά δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς». Ο CEF αναλαμβάνει εδώ έναν καταλυτικό ρόλο, συνδέοντας τοπικές αγορές με τις ευρωπαϊκές αλυσίδες μεταφοράς, ενέργειας και δεδομένων, ενώ παράλληλα προστατεύει τις επενδύσεις από τους κινδύνους της κλιματικής κρίσης μέσω της αρχής “Climate resilience by design”.

Στο πλαίσιο αυτό, το CEF υποστηρίζει και την εφαρμογή της αρχής “Do No Significant Harm”, ώστε να διασφαλίζεται ότι καμία επενδυτική πράξη δεν προκαλεί σημαντική περιβαλλοντική ζημιά. Η ενίσχυση των εργαλείων παρακολούθησης και αποτίμησης των επιπτώσεων εξασφαλίζει, όπως επισημαίνεται, «την ουσιαστική σύνδεση μεταξύ της χρηματοδότησης και των μετρήσιμων αποτελεσμάτων». Κατά την Επιτροπή, η αύξηση του προϋπολογισμού του CEF αποτελεί επένδυση στρατηγικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητα, την ασφάλεια και την πράσινη κυριαρχία της Ευρώπης, καθώς «η ολοκλήρωση των υποδομών του 21ου αιώνα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της καθαρής μετάβασης και της γεωπολιτικής σταθερότητας».

Με ποσοστό 43% των κονδυλίων τους να κατευθύνεται σε δράσεις για το κλίμα και το περιβάλλον, τα Εθνικά και Περιφερειακά Επενδυτικά Σχέδια αναλαμβάνουν να μεταφράσουν τους ευρωπαϊκούς στόχους σε τοπικές παρεμβάσεις με απτό αποτύπωμα στην καθημερινότητα των πολιτών. Περιφέρειες που ήδη πλήττονται από ακραία καιρικά φαινόμενα, ενεργειακή φτώχεια ή ελλιπείς υποδομές, θα έχουν στη διάθεσή τους εργαλεία για να σχεδιάσουν έργα που όχι μόνο ενισχύουν την ανθεκτικότητα, αλλά και δημιουργούν ευκαιρίες ανάπτυξης και απασχόλησης.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανταγωνιστικότητας (European Competitiveness Fund), το οποίο επίσης αφιερώνει 43% των πόρων του σε πράσινες δράσεις. Πρόκειται για ένα νέο, ενιαίο εργαλείο με στόχο την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας στην πορεία προς την απανθρακοποίηση. Η χρηματοδότηση θα καλύπτει επενδύσεις κάθε κλίμακας – από μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέχρι βαριά βιομηχανία – με έμφαση στην υιοθέτηση καθαρών τεχνολογιών, την ενεργειακή αποδοτικότητα, την κυκλική οικονομία και την αντικατάσταση ορυκτών καυσίμων.

Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά το νέο αυτό ταμείο καθώς φιλοξενεί στους κόλπους του τον ενισχυμένο Καινοτόμο Μηχανισμό (Innovation Fund), που θα χρηματοδοτεί την ανάπτυξη και εμπορική εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών, καθώς και την υπό ίδρυση Τράπεζα Βιομηχανικής Απανθρακοποίησης (Industrial Decarbonisation Bank), όπως προβλέπεται στο πακέτο μέτρων του Clean Industrial Deal. Ο συνδυασμός αυτός, σύμφωνα με την Κομισιόν, φιλοδοξεί να καταστήσει την Ευρώπη ηγέτιδα δύναμη στην πράσινη τεχνολογική καινοτομία.

Παράλληλα, το εμβληματικό Horizon Europe και το επόμενο 10ο Πρόγραμμα Πλαισίου για την Έρευνα και την Καινοτομία θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά, προσφέροντας ερευνητική υποστήριξη και πειραματικά πεδία για εφαρμογές που επιταχύνουν την απανθρακοποίηση και ενισχύουν την κλιματική προσαρμογή. Το ποσοστό των πράσινων δαπανών στα δύο αυτά προγράμματα αγγίζει το 40%, αποδεικνύοντας πως η μετάβαση περνά μέσα από τη γνώση, τη συνεργασία και τη μεταφορά τεχνογνωσίας.

Στο πεδίο της διεθνούς συνεργασίας, το Global Europe Instrument, με πράσινη στόχευση της τάξης του 30%, έρχεται να ενδυναμώσει τις εταιρικές σχέσεις με τρίτες χώρες, παρέχοντας τεχνική και χρηματοδοτική στήριξη για δράσεις σχετικές με την κλιματική προσαρμογή, την ενεργειακή πρόσβαση, την αποκατάσταση οικοσυστημάτων και τη βιώσιμη χρήση φυσικών πόρων.

Η νέα στρατηγική της ΕΕ στηρίζεται επίσης σε δύο οριζόντιες αρχές που διαπερνούν όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία: την αρχή “Do No Significant Harm”, η οποία θα εφαρμόζεται μέσω ενιαίας και αναλογικής προσέγγισης ώστε να διασφαλίζεται ότι καμία επένδυση δεν προκαλεί σημαντική περιβαλλοντική ζημία, και την αρχή “Climate resilience by design”, η οποία απαιτεί από κάθε έργο να είναι σχεδιασμένο εξ αρχής με γνώμονα την ανθεκτικότητα απέναντι στην κλιματική κρίση.

Η παρακολούθηση της πορείας των πράσινων δαπανών θα ενισχυθεί με ένα αναβαθμισμένο σύστημα μέτρησης, το οποίο θα αποτυπώνει με διαφάνεια τη συμβολή του προϋπολογισμού στην επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων. Τα νέα tracking coefficients θα επιτρέπουν την ακριβή αποτύπωση των δαπανών για μετριασμό και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, την προώθηση της ανθεκτικότητας και την προστασία της βιοποικιλότητας, ενισχύοντας τη λογοδοσία και τη συσχέτιση της χρηματοδότησης με μετρήσιμα αποτελέσματα.

Οι πρώτες αντιδράσεις

Με έντονη ανησυχία υποδέχθηκε την πρόταση της Επιτροπής για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2028-2034 η περιβαλλοντική κοινότητα,  προειδοποιώντας ότι πρόκειται για έναν «επικίνδυνο προϋπολογισμό για τη ζωή» («A LIFE-threatening budget»). Κεντρικό σημείο κριτικής αποτελεί η πρόβλεψη για κατάργηση του ανεξάρτητου Προγράμματος LIFE – του μοναδικού ταμείου της ΕΕ που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στο περιβάλλον, τη φύση και την κλιματική δράση – και η μερική ενσωμάτωσή του στο νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανταγωνιστικότητας.

Όπως τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση, αντί να διατηρηθεί μια ολιστική προσέγγιση για την προστασία του περιβάλλοντος, την αντιμετώπιση της ρύπανσης και την αποκατάσταση της φύσης, η πρόταση στενεύει το εύρος της παρέμβασης γύρω από τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με τους επικριτές, η αλλαγή αυτή απειλεί να ακυρώσει περισσότερα από 30 χρόνια στοχευμένων, αποδοτικών επενδύσεων, σε τομείς όπου η ευρωπαϊκή δράση είναι πιο αναγκαία από ποτέ.

Η χρονική συγκυρία καθιστά την απώλεια αυτή ακόμη πιο οξεία. Η ίδια η Επιτροπή, στην Έκθεση Εφαρμογής Περιβαλλοντικής Πολιτικής (Environmental Implementation Review), διαπιστώνει ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη υπολείπονται των υποχρεώσεών τους ως προς το περιβαλλοντικό κεκτημένο. Όπως επισημαίνεται, η επένδυση τώρα σε δράσεις για το κλίμα, τη φύση και τη ρύπανση είναι ασύγκριτα πιο αποτελεσματική από το κόστος της αδράνειας στο μέλλον. Οι οργανώσεις ζητούν τη διατήρηση του LIFE ως ανεξάρτητου και ενισχυμένου ταμείου, τονίζοντας ότι «ένας μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός βασισμένος σε βραχυπρόθεσμη σκέψη είναι ένα επικίνδυνο λάθος».

Διαβάστε ακόμη