Τον Σεπτέμβριο του 2025 αναμένεται να ξεκινήσει το market test για την υπόγεια αποθήκη διοξειδίου του άνθρακα στον Πρίνο, όπως ανακοίνωσε η Country Manager και Managing Director της Energean Greece, Κατερίνα Σάρδη, μιλώντας στο ετήσιο συνέδριο της ΕΑΓΜΕ. Πρόκειται για τη διαδικασία μέσω της οποίας θα διερευνηθεί η εμπορική δυναμική της πρώτης γεωλογικής αποθήκης CO₂ στην Ελλάδα, με τη συμμετοχή βιομηχανικών φορτίων που σχεδιάζουν να μεταφέρουν και να αποθηκεύσουν το παραγόμενο CO₂.
Όπως υπογράμμισε η κα Σάρδη, το market test θα ανοίξει τον δρόμο για την κατασκευή της αποθήκης εντός του 2026, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει ικανοποιητική συμμετοχή της αγοράς και σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο. Η ίδια σημείωσε ότι η Energean έχει ήδη ολοκληρώσει τις απαιτούμενες τεχνικές μελέτες και βρίσκεται σε ανοιχτή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές για τη διαμόρφωση των κανόνων πρόσβασης και τιμολόγησης, τονίζοντας ότι στόχος είναι η αποθήκη να αποτελέσει έργο ανοικτής πρόσβασης, με δίκαιη και ανταγωνιστική τιμολόγηση για όλους τους χρήστες. Σε αυτό το πλαίσιο, γνωστοποίησε ότι έχουν ήδη υπογραφεί 15 επιστολές πρόθεσης συνεργασίας (Letters of Intent) με φορείς και επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να παραδώσουν CO₂ για αποθήκευση, γεγονός που –όπως τόνισε– αποδεικνύει την υπαρκτή δυναμική και το υψηλό επίπεδο ενδιαφέροντος για το έργο.
Ως εκ τουτου, η αγορά της δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS) στην Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής, καθώς επιχειρεί να βρει τον βηματισμό της ανάμεσα στην τεχνική ετοιμότητα, τη βιομηχανική ζήτηση και τις ρυθμιστικές εκκρεμότητες. Οι εμπλεκόμενοι φορείς, από την παραγωγή έως την αποθήκευση, ζητούν τη δημιουργία μιας αξιόπιστης αλυσίδας αξίας, που να εξασφαλίζει σαφείς κανόνες πρόσβασης, σταθερές τιμολογήσεις και μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα για τα έργα.
Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η τεχνική δυνατότητα αποθήκευσης, αλλά και η ύπαρξη του απαραίτητου θεσμικού και οικονομικού πλαισίου που θα επιτρέψει τη μετάβαση από πιλοτικές πρωτοβουλίες σε πλήρως λειτουργικά έργα εμπορικής κλίμακας. Η αποθήκη στον Πρίνο, ως το πρώτο εγχείρημα γεωλογικής αποθήκευσης CO₂ στην Ελλάδα, αναδεικνύεται σε κρίσιμο τεστ για το κατά πόσο η χώρα μπορεί να ενεργοποιήσει αυτή την αλυσίδα αξίας, συνδυάζοντας τεχνική επάρκεια, εμπορική συμμετοχή και θεσμική σαφήνεια.
Η ΕΔΕΥΕΠ χαρτογραφεί τη στρατηγική για την αποθήκευση CO₂ στην Ελλάδα
Ένα πλήρες και ολιστικό ρυθμιστικό πλαίσιο που θα ξεκλειδώσει την αγορά αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα στην Ελλάδα βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης, σύμφωνα με τον Ευθύμιο Ταρτάρα, Επικεφαλής Γεωεπιστημών και Σύμβουλο Διοίκησης της ΕΔΕΥΕΠ, ο οποίος παρουσίασε τη στρατηγική της Αρχής από το ίδιο βήμα. Όπως ανέφερε, το πρώτο σχέδιο κανονισμού υποβλήθηκε από την ΕΔΕΥΕΠ στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας τον Δεκέμβριο του 2024 και από τότε βρίσκεται σε άτυπη διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και τη βιομηχανία. Ο στόχος είναι μέχρι το τέλος του 2025 να έχει διαμορφωθεί ένα πλήρως λειτουργικό θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της αγοράς υπόγειας αποθήκευσης CO₂ στην Ελλάδα.
Το πλαίσιο αυτό καλείται να απαντήσει σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, με πρώτο την κατανομή της αποθηκευτικής χωρητικότητας και το χρονοδιάγραμμα χρήσης της, ενώ παράλληλα εξετάζονται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση οικονομικών ενισχύσεων και η δυνατότητα ενσωμάτωσης μηχανισμών όπως τα συμβόλαια διαφοράς τιμής (Contracts for Difference – CfDs), κατά τα πρότυπα της Ολλανδίας και της Δανίας. Όπως σημείωσε ο κ. Ταρτάρας, η ΕΔΕΥΕΠ βρίσκεται σε διαρκή συνεργασία με το ΥΠΕΝ, ενώ συμμετέχει ενεργά στο CCS Expert Group της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο λειτουργεί ως πλατφόρμα ανταλλαγής τεχνικής τεχνογνωσίας και καλών πρακτικών μεταξύ των κρατών-μελών.
Κατά τη διάρκεια της παρέμβασής του, ο κ. Ταρτάρας σκιαγράφησε και τη γεωγραφία της ευρωπαϊκής εξέλιξης στο πεδίο του CCS. Όπως είπε, η μεγαλύτερη πρόοδος καταγράφεται στη Δανία και την Ολλανδία, καθώς και στη Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της εγγύτητας με τη Βόρεια Θάλασσα, όπου υπάρχουν ώριμοι γεωλογικοί σχηματισμοί, μακρά εμπειρία από εξορύξεις και επαρκή δεδομένα για να στηριχθούν τέτοιες επενδύσεις. Ο ίδιος υπογράμμισε τον ευρωπαϊκό στόχο αποθήκευσης 50 εκατομμυρίων τόνων CO₂ έως το 2030 και 250 εκατομμυρίων έως το 2040, χαρακτηρίζοντάς τον φιλόδοξο αλλά αναγκαίο, και τόνισε την ανάγκη να δημιουργηθούν νέες θέσεις αποθήκευσης και στην Ελλάδα, ώστε να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη διαθεσιμότητα θέσεων για τη βιομηχανία και να αναπτυχθεί εγχώρια αλυσίδα αξίας γύρω από το CCS.
Σε αυτό το πλαίσιο, το στέλεχος της ΕΔΕΥΕΠ ανακοίνωσε ότι εξετάζεται ήδη η δυνατότητα διασυνοριακής εξαγωγής CO₂ για αποθήκευση εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Αίγυπτο να αποτελεί βασική επιλογή. Όπως εξήγησε, η γεωγραφική εγγύτητα, η ύπαρξη εξαντλημένων κοιτασμάτων και οι τεχνικές δυνατότητες της χώρας δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας θαλάσσιας διαδρομής μεταφοράς CO₂ από την Ελλάδα στην Αίγυπτο. Η ιδέα προβλέπει τη δημιουργία ενός hub, το οποίο θα συγκεντρώνει διοξείδιο του άνθρακα από βιομηχανίες –ιδίως από την Αττική– και θα το αποστέλλει δια θαλάσσης για γεωλογική αποθήκευση.
Το σχέδιο αυτό τελεί υπό την αιγίδα διακρατικού μνημονίου συνεργασίας, το οποίο υπεγράφη μεταξύ των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Ελλάδας και της Αιγύπτου. Κρίσιμη προϋπόθεση, όπως τόνισε, είναι η ανάπτυξη ρυθμιστικού πλαισίου στην Αίγυπτο που να είναι συμβατό με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ώστε οι ποσότητες που θα αποθηκεύονται εκτός ΕΕ να μπορούν να αναγνωρίζονται στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας εκπομπών (EU ETS). Διαφορετικά, οι εταιρείες θα επιβαρύνονται διπλά – τόσο για την αποθήκευση όσο και για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε επίσης στους μηχανισμούς χρηματοδότησης, την ανάγκη επιτάχυνσης των αδειοδοτικών διαδικασιών για έργα στρατηγικής σημασίας, αλλά και στη σημασία της διαλειτουργικότητας των εθνικών σχεδίων με τα ευρωπαϊκά εργαλεία, ώστε να διασφαλιστεί η πρόσβαση της ελληνικής αγοράς σε επενδυτικά κεφάλαια.
Μπόζος: Ενεργοποίηση όλης της αλυσίδας CCS
Στο ίδιο πνεύμα, η βιομηχανία ζητά σαφείς και εφαρμόσιμους κανόνες που να προσφέρουν σταθερότητα και ορατότητα για τις επενδύσεις που απαιτούνται. Ο Νίκος Μπόζος, Greece CCUS Manager του Ομίλου ΗΡΑΚΛΗΣ ανέφερε πως η παραγωγή τσιμέντου αποτελεί μια εκ των φύσεως hard-to-abate βιομηχανιών, δηλαδή δραστηριότητες που δεν μπορούν να απαλλαγούν από τις εκπομπές τους μέσω πράσινης ηλεκτροδότησης ή απλής αλλαγής καυσίμου. Η κύρια πηγή εκπομπών CO₂ στην παραγωγή τσιμέντου δεν είναι μόνο η καύση, αλλά και η ίδια η χημική διεργασία αποδόμησης του ασβεστόλιθου, που οδηγεί στη δημιουργία του βασικού συστατικού του τσιμέντου, του κλίνκερ.
Ο όμιλος ΗΡΑΚΛΗΣ έχει θέσει σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο CCS με την επωνυμία Olympus το οποίο προβλέπει τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα στην παραγωγική μονάδα και τη μεταφορά του με ειδικά διαμορφωμένο πλοίο και την αποθήκευσή του στον υπόγειο σχηματισμό του Πρίνου. Όπως διευκρίνισε, η τελική επενδυτική απόφαση αναμένεται εντός του 2026, ενώ θα ακολουθήσει περίοδος κατασκευής τριών ετών, ώστε η λειτουργία να ξεκινήσει εντός του 2029.
Η ιδιαιτερότητα και η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος έγκειται στην ανάγκη πλήρους και ταυτόχρονης ενεργοποίησης όλων των κρίκων της αλυσίδας. Από τη βιομηχανική εγκατάσταση που δεσμεύει CO₂, στο πλοίο που το μεταφέρει, έως και την αποθηκευτική υποδομή στον Πρίνο, η κάθε συνιστώσα είναι αναγκαία για τη βιωσιμότητα του έργου. Ο κ. Μπόζος υπογράμμισε ότι η αλυσίδα αυτή απαιτεί συντονισμό και κοινή ωρίμανση, καθώς η απουσία οποιουδήποτε κρίκου την καθιστά αδύνατη. Στην πράξη, ολόκληρο το επενδυτικό σχέδιο εξαρτάται από την εμπορική λειτουργία της αποθήκης CO₂ στον Πρίνο, την οποία θα πρέπει να μπορεί να αξιοποιήσει σε σταθερή και αδιάλειπτη βάση.
Το συνολικό κόστος της επένδυσης αναμένεται να προσεγγίσει τα 500 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η διάρκεια των δεσμεύσεων προς αποθηκευτή, μεταφορέα και παρόχους ενέργειας εκτείνεται σε 15 έως 20 έτη. Πρόκειται, όπως τόνισε, για ένα πολύπλευρο και πολύπλοκο επενδυτικό σχήμα, το οποίο δεν καλύπτεται από ασφαλιστικά εργαλεία και συνεπώς ενέχει σημαντικούς λειτουργικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους. «Αν για οποιονδήποτε λόγο υπάρξει παύση στη λειτουργία της αποθήκης ή της μεταφοράς, ο παραγωγός του CO₂ θα συνεχίσει να εκπέμπει και θα πληρώνει κανονικά το κόστος των ρύπων στο EU ETS» υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι το ρίσκο αυτό δεν μπορεί να επωμιστεί ούτε η εταιρεία αποθήκευσης ούτε ο μεταφορέας.
Σε αυτό το σημείο επανέφερε την ανάγκη ύπαρξης ενός μηχανισμού ασφάλειας, είτε με τη μορφή κρατικής εγγύησης είτε με πρόβλεψη προσωρινών εξαιρέσεων στο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας εκπομπών, σε περίπτωση που υπάρξουν τεκμηριωμένες διακοπές στη λειτουργία των κρίσιμων υποδομών της αλυσίδας CCS.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε και στο ενεργειακό σκέλος της επένδυσης. Η τεχνολογία δέσμευσης CO₂ είναι ενεργοβόρα και απαιτεί σημαντική ενίσχυση της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στις μονάδες. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, η ενεργειακή κατανάλωση του εργοστασίου του ΗΡΑΚΛΗ θα τετραπλασιαστεί, γεγονός που εγείρει νέα ζητήματα ανταγωνιστικότητας. «Η αγορά ηλεκτρισμού στη χώρα μας δεν παρέχει σήμερα τη σταθερότητα τιμών που απαιτείται για να προχωρήσουν τέτοιες επενδύσεις. Οι μεταβολές είναι έντονες και οι δευτερογενείς αγορές δεν λειτουργούν πάντα με διαφάνεια», σημείωσε.
Κεντρικό αίτημα του Ομίλου ΗΡΑΚΛΗΣ, όπως διατυπώθηκε από τον κ. Μπόζο, είναι η ολοκλήρωση του ρυθμιστικού πλαισίου για το CCS, με διαφάνεια και σταθερότητα στους κανόνες λειτουργίας. «Δεν μπορεί να ζητάμε από επενδυτές να δεσμευτούν για δεκαετίες, χωρίς να γνωρίζουν με ακρίβεια το κόστος αποθήκευσης, το κόστος μεταφοράς, ή πώς θα κατανεμηθεί η χωρητικότητα στον Πρίνο», ανέφερε, υπενθυμίζοντας ότι το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει ρητά ότι τέτοιες υποδομές πρέπει να εξυπηρετούν κατά προτεραιότητα τις “hard-to-abate” βιομηχανίες.
Την ανάγκη ύπαρξης σταθερού και σαφούς ρυθμιστικού πλαισίου επεσήμανε και ο Καθηγητής του ΕΜΠ, Βασίλειος Γαγάνης, μιλώντας από την πλευρά της επιστημονικής κοινότητας και των ερευνητικών έργων που σχετίζονται με την αποθήκευση CO₂. Ο καθηγητής Γαγάνης τόνισε πως η γεωλογική αποθήκευση απαιτεί ειδικές προδιαγραφές, μακρόχρονες επιτηρήσεις και καθορισμό ρόλων για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Όπως σημείωσε, ένα τέτοιο έργο δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στις επενδυτικές πρωτοβουλίες των ιδιωτών, αλλά προϋποθέτει και την ενεργό συμμετοχή της Πολιτείας στον καθορισμό των κανόνων, των αδειοδοτήσεων και των μηχανισμών ασφάλειας.
Τι προβλέπει η νέα ευρωπαϊκή έκθεση για τη βιωσιμότητα των έργων CCS
Η ανάγκη για μακροπρόθεσμη σταθερότητα και ελαχιστοποίηση του επενδυτικού ρίσκου στα έργα δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη έκθεση του Global CCS Institute με τίτλο “Carbon Contracts for Difference in Europe”, η οποία αναδεικνύει τη σημασία των μηχανισμών CfD ως καταλύτη για την υλοποίηση τέτοιων έργων σε μεγάλη κλίμακα. Στην ανάλυσή της, η έκθεση συγκλίνει με τις βασικές θέσεις που διατυπώθηκαν στο συνέδριο της ΕΑΓΜΕ: την ανάγκη μακροχρόνιας δέσμευσης για τη στήριξη της αποθήκευσης CO₂, τη θεσμοθέτηση μηχανισμών σταθερών πληρωμών ανεξαρτήτως τιμής δικαιωμάτων CO₂, και τη δημιουργία κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου που να επιτρέπει τον καταμερισμό ρίσκου μεταξύ επενδυτών και Πολιτείας.
Συγκεκριμένα, το Global CCS Institute τονίζει ότι τα CfD μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλείο εξομάλυνσης εσόδων, διασφαλίζοντας σταθερές πληρωμές στους φορείς υλοποίησης CCS, ακόμα και σε περιόδους πτώσης της τιμής των δικαιωμάτων στο EU ETS. Επισημαίνεται, επίσης, ότι η υιοθέτησή τους σε χώρες όπως η Ολλανδία και η Δανία έχει ήδη συμβάλει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης γεωλογικών αποθηκών CO₂, μέσω της παροχής οικονομικής ασφάλειας στις εμπλεκόμενες εταιρείες. Η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη δημιουργίας tailor-made CfD για τα έργα CCS, δεδομένης της πολυπλοκότητας, της διάρκειας και των υψηλών CAPEX που απαιτούν. Παράλληλα, ζητά τη διαμόρφωση ευρωπαϊκού πλαισίου που να επιτρέπει την ένταξή τους σε κρατικά σχήματα ενίσχυσης χωρίς την πρόσκρουση στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.
Διαβάστε ακόμη