Παρά τις αυξημένες διεθνείς τάσεις και τις διαθέσιμες ευκαιρίες στην πράσινη χρηματοδότηση, η ελληνική αγορά των πράσινων ομολόγων παραμένει ακόμη σε εμβρυακό στάδιο. Όπως σημείωσε ο Δημήτρης Βερελής, Senior Director Development & Sustainable Banking της Τράπεζας Πειραιώς μιλώντας σε εκδήλωση του ΙΕΝΕ, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μια φάση που μόλις αρχίζει να πλησιάζει τα ευρωπαϊκά πρότυπα ως προς την ανάπτυξη και υιοθέτηση πράσινων εργαλείων, κυρίως σε επίπεδο ομολόγων.

Η αιτία αυτής της υστέρησης, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας – αν και αυτή έχει επιδράσει αρνητικά στη διαμόρφωση ενός σταθερού πλαισίου περιβαλλοντικών επενδύσεων. Βαθύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα κλασικά χρηματοδοτικά εργαλεία που είναι σήμερα διαθέσιμα στην ελληνική αγορά απευθύνονται σε πολύ συγκεκριμένους σκοπούς και χρήσεις, με αποτέλεσμα να περιορίζεται σημαντικά η ζήτηση για πράσινα προϊόντα. Στην πράξη, η προσέγγιση είναι περισσότερο απόπειρα δημιουργίας συνείδησης και πρωτοβουλιών στην πλευρά των πελατών, παρά ανταπόκριση σε ένα σαφές, συγκροτημένο και επενδυτικά ώριμο σχέδιο που να δικαιολογεί την έκδοση ενός πράσινου στεγαστικού δανείου ή ακόμη και μιας πράσινης επισκευαστικής λύσης για ιδιώτες.

Ο κ. Βερελής ανέδειξε και μια ακόμη ελληνική ιδιαιτερότητα: το βάρος που δίνεται στα κρατικά προγράμματα ως κινητήριο μοχλό. Χαρακτηριστικά δήλωσε ότι «αν δεν “τρέχει” το “Εξοικονομώ” ή κάποιο αντίστοιχο πρόγραμμα, δεν κινείται κανείς». Αυτό καταδεικνύει τον δομικό βαθμό εξάρτησης από επιδοτήσεις και την απουσία εσωτερικής ώθησης – είτε από πλευράς πολιτών είτε από πλευράς επιχειρήσεων – να υλοποιήσουν πρωτοβουλίες εξοικονόμησης ή περιβαλλοντικής αναβάθμισης ανεξαρτήτως κρατικής παρέμβασης.

Στον αντίποδα, μεγάλες επιχειρήσεις εμφανίζουν μεγαλύτερη ωριμότητα και κατανόηση των αναγκών, διαθέτουν εσωτερικούς μηχανισμούς και ανθρώπινο δυναμικό, ενώ η έκθεσή τους σε αγορές που δίνουν σημασία στα ESG χαρακτηριστικά τις καθιστά σχεδόν «υποχρεωμένες» να προσαρμοστούν. Στις μικρότερες επιχειρήσεις, ωστόσο, η εικόνα είναι ανομοιογενής: υπάρχουν μεν φωτεινά παραδείγματα, αλλά δεν λείπουν και οι περιπτώσεις επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται από ημιτελείς δομές ή αδυναμία αντίληψης της χρηματοδοτικής ευκαιρίας.

Το συνολικό πλαίσιο που περιγράφει ο κ. Βερελής αποτυπώνει έναν διπλό ρεαλισμό: από τη μία, την αναγκαιότητα για μια βαθύτερη μετατόπιση του ελληνικού επιχειρηματικού και καταναλωτικού πολιτισμού προς τα ESG και τη βιωσιμότητα και από την άλλη, την ανάγκη για συστηματική διαμεσολάβηση – μέσω τραπεζών, οικονομικών συμβούλων και τοπικών παραγόντων – προκειμένου οι δυνατότητες της πράσινης χρηματοδότησης να μετατραπούν σε πραγματικά επενδυτικά σχέδια. Μέχρι τότε, η ελληνική αγορά θα παραμένει, όπως ο ίδιος εύστοχα σχολίασε, μια ευρωπαϊκή αγορά «σε εξέλιξη».

Το timing γύρω από αυτή την τοποθέτηση δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαρακτηριστικό. Σε πλήρη αντιστοιχία με τη γενικότερη συζήτηση για την ωρίμανση της ελληνικής αγοράς πράσινων χρηματοδοτικών εργαλείων, η νέα έκδοση πράσινου ομολόγου από την Τράπεζα Πειραιώς έρχεται να αναδείξει ότι τα θεμέλια χτίζονται σταδιακά – και με θετικό αντίκτυπο. Παρά τις προκλήσεις και τις ιδιαιτερότητες που περιέγραψε ο κ. Βερελής, το επενδυτικό ενδιαφέρον για την έκδοση ύψους 500 εκατ. ευρώ υπήρξε εντυπωσιακό, με το βιβλίο προσφορών να υπερκαλύπτεται πάνω από 7,5 φορές. Το ομόλογο, τύπου senior preferred και διάρκειας έως τον Δεκέμβριο του 2028 (με δυνατότητα ανάκλησης ένα έτος νωρίτερα), εντάσσεται στον στρατηγικό σχεδιασμό της τράπεζας για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων MREL. Έχει λάβει αξιολόγηση Baa2 από τη Moody’s, φέρει σταθερό ετήσιο κουπόνι και τα κεφάλαια που θα αντληθούν προορίζονται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση ή/και αναχρηματοδότηση επιλέξιμων πράσινων περιουσιακών στοιχείων του Ομίλου. Τη διοργάνωση της έκδοσης ανέλαβαν οι BNP Paribas, Goldman Sachs, HSBC, JP Morgan, Societe Generale και UBS.

Και πράγματι η αγορά βρίσκεται σε τροχιά επιταχυνόμενης εκκίνησης. Την τελευταία πενταετία, η πράσινη χρηματοδότηση αρχίζει να αποκτά έρεισμα, με ολοένα περισσότερες επιχειρήσεις να προχωρούν στην έκδοση πράσινων ομολόγων – ενός θεσμικά κατοχυρωμένου εργαλείου που απευθύνεται σε επενδύσεις με σαφές περιβαλλοντικό πρόσημο. Στην Ελλάδα, το πρώτο βήμα έγινε το 2020, όταν η Εθνική Τράπεζα προχώρησε στην έκδοση πράσινου ομολόγου ύψους 500 εκατ. ευρώ. Ακολούθησε η Τράπεζα Πειραιώς το 2021 με αντίστοιχης αξίας έκδοση, ενώ στον ιδιωτικό τομέα ξεχώρισε η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή με πράσινο ομόλογο ύψους 150 εκατ. ευρώ. Σημαντική είναι και η συμβολή της Νοval Property, εταιρείας επενδύσεων ακινήτων με προσανατολισμό στην ενεργειακή αποδοτικότητα, η οποία προχώρησε στην έκδοση πράσινου ομολογιακού δανείου συνολικού ύψους 120 εκατ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι σε εκδόσεις πράσινων ομολόγων ή ομολόγων με ρήτρα βιωσιμότητας έχουν επίσης προχωρήσει η ΔΕH και η Metlen.

Ο κ. Παναγιώτης Κόντης, Αντιπρόεδρος της Ameresco, έδωσε μια ξεκάθαρη εικόνα για το πού βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα σε σχέση με τη βιώσιμη χρηματοδότηση, αναγνωρίζοντας μεν τα πρώτα βήματα που έχουν γίνει, αλλά τονίζοντας ότι η πορεία προς μια ουσιαστική ESG κατεύθυνση απαιτεί σταθερότητα, θεσμική συνοχή και ευρύτερη επιχειρηματική συμμετοχή. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «η Ελλάδα βρίσκεται στο ξεκίνημα ενός απαιτητικού αλλά κρίσιμου μετασχηματισμού», όπου οι πράσινες επενδύσεις οφείλουν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Σχολιάζοντας την υφιστάμενη κινητικότητα στην έκδοση πράσινων ομολόγων από μεγάλες επιχειρήσεις, υπογράμμισε την ανάγκη εμπλοκής και της μεσαίας επιχειρηματικότητας, προκειμένου η μετάβαση να μην παραμείνει προνόμιο των λίγων αλλά να αποκτήσει ουσιαστική κοινωνική και οικονομική απήχηση. Παράλληλα, εστίασε στη σημασία των διεθνών συνεργειών και της μεταφοράς τεχνογνωσίας από εταιρείες με εμπειρία, όπως η Ameresco, που μπορούν να συμβάλουν στην υλοποίηση ώριμων έργων και στην καθιέρωση σαφών, μετρήσιμων ESG δεικτών. «Το ESG δεν είναι τάση, είναι η νέα πραγματικότητα», δήλωσε, καταλήγοντας πως η επιτυχία της μετάβασης εξαρτάται από τον επαγγελματισμό, την καινοτομία και τη συνέπεια στους στόχους.

Η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή αγορά πράσινων ομολόγων

Την ίδια ώρα, η μεγάλη εικόνα δείχνει πως η διεθνής αγορά πράσινων ομολόγων συνέχισε την αναπτυξιακή της πορεία το 2023, με το συνολικό ύψος των εκδόσεων να φτάνει τα 587,6 δισ. δολάρια ετησίως, καταγράφοντας αύξηση 15% σε σχέση με το 2022. Ο ιδιωτικός τομέας είχε τη μερίδα του λέοντος, καθώς αντιστοιχούσε στο 57% της συνολικής αξίας των εκδόσεων, με ομόλογα αξίας 335 δισ. δολαρίων να προέρχονται από επιχειρήσεις. Οι αριθμοί αυτοί επιβεβαιώνουν ότι τα πράσινα ομόλογα έχουν πλέον εδραιωθεί ως βασικό εργαλείο της βιώσιμης χρηματοδότησης.

Η Ευρώπη διατηρεί τα σκήπτρα στην παγκόσμια αγορά πράσινων ομολόγων, συγκεντρώνοντας 309,6 δισ. δολάρια σε ετήσιες εκδόσεις – ποσοστό που αντιστοιχεί σε 53% της παγκόσμιας αγοράς. Η Βρετανία κατέγραψε την υψηλότερη αξία εκδόσεων στην ήπειρο, φθάνοντας τα 22,5 δισ. δολάρια. Εντυπωσιακή είναι και η μεταβολή σε βάθος χρόνου: το μερίδιο των πράσινων ομολόγων στη συνολική αγορά ομολόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκε από 0,3% το 2014 σε 9,2% το 2022 και 6,8% το 2023, στοιχείο που καταδεικνύει την ισχυρή πολιτική ώθηση του European Green Deal προς την κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης.

Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η Μαρίνα Στροβολίδου, επικεφαλής πιστοποίησης του CBI για την Κύπρο, η οποία τόνισε ότι η δυνατότητα προσέγγισης κεφαλαίων μέσω πιστοποιημένων πράσινων τίτλων διευρύνεται πλέον και σε μικρότερες χώρες ή περιφερειακές αγορές. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «στην Κύπρο είδαμε πρόσφατα μικρές εκδόσεις –όπως για ένα φωτοβολταϊκό πάρκο με πράσινο ομόλογο €5 εκατ.– οι οποίες απέκτησαν πρόσβαση σε χρηματοδότηση χάρη στη σαφήνεια και τη δομή που προσφέρει η πιστοποίηση του CBI».

Από ελληνικής πλευράς, ο Αλέξανδρος Φλώρος, ESG Officer του Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών, επισήμανε πως η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και εταιρικών κριτηρίων στην άντληση κεφαλαίων είναι πλέον μονόδρομος για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να προσεγγίσουν διεθνείς επενδυτές. Όπως εξήγησε, «η ελληνική κεφαλαιαγορά βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία: να οικοδομήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών μέσα από διαφανείς, θεματικούς τίτλους που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης».

Όπως σημείωσε η Άννα-Μαρία Σπυριούνη, επικεφαλής για την Ευρώπη του Climate Bonds Initiative, «η Ευρώπη παραμένει ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της αγοράς πράσινων ομολόγων, τόσο σε όρους αξίας όσο και θεσμικής ωριμότητας. Η ρύθμιση, η ταξινομία και οι πολιτικές χρηματοδότησης λειτουργούν ως επιταχυντές για τη μετάβαση, όχι μόνο για τις τράπεζες αλλά και για τις επιχειρήσεις όλων των μεγεθών».

Διαβάστε ακόμη