Η Ευρώπη μοιάζει να πατά ξανά το κουμπί της πυρηνικής ενέργειας – όχι ως επιλογή ανάγκης, αλλά ως στρατηγική επανεκτίμησης. Η δεκαετής αφοριστική στάση απέναντι στους πυρηνικούς αντιδραστήρες τήκεται μέσα στον καύσωνα νέων ενεργειακών και γεωπολιτικών αναγκών. Τις τελευταίες εβδομάδες, εξελίξεις που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αδιανόητες καταγράφονται σε τρεις διαφορετικές πρωτεύουσες: το Βερολίνο, το Παρίσι και την Κοπεγχάγη. Ακόμα και οι πιο δύσπιστοι φαίνεται να επανεξετάζουν την είσοδο της πιο διχαστικής μορφής ενέργειας της Ευρώπης.

Σε αυτό το μεταβαλλόμενο σκηνικό, η πυρηνική ενέργεια αρχίζει να αποκτά θέση και στον ελληνικό δημόσιο διάλογο, με επιχειρηματικά σχήματα να προετοιμάζονται για μια ενδεχόμενη στρατηγική απάντηση. «Η πραγματικότητα είναι σαφής: χωρίς πυρηνική ενέργεια, η Ευρώπη δυσκολεύεται να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους απανθρακοποίησης. Η πυρηνική ενέργεια είναι η μόνη διαθέσιμη λύση μηδενικών εκπομπών που μπορεί να παρέχει συνεχή, αξιόπιστη και ανταγωνιστική ηλεκτρική ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα. Παράλληλα, ενδυναμώνει τη βιομηχανική ανθεκτικότητα και μειώνει την εξάρτηση από εισαγόμενους πόρους», αναφέρει στο energygame.gr ο Διονύσης Χιώνης, συνιδρυτής της Athlos Energy.

Και  συμπληρώνει λέγοντας πως «στην Athlos Energy πιστεύουμε ακράδαντα ότι η Ελλάδα αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσει το πρώτο της πυρηνικό πρόγραμμα. Έχουμε πάρει τη συνειδητή απόφαση να είμαστε οι πρώτοι που θα κάνουν αυτό το βήμα. Στόχος μας είναι να προσεγγίσουμε φορείς, ιδρύματα, βιομηχανία και πολίτες για να οικοδομήσουμε μαζί ένα θεσμικό, τεχνολογικό και κοινωνικό υπόβαθρο που θα στηρίξει αυτή την αναγκαία στρατηγική επιλογή.

Η μετάβαση αυτή μπορεί να αποφέρει πολλαπλά οφέλη: ενεργειακή αυτονομία, κλιματική ουδετερότητα, νέες θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης και επαναβιομηχάνιση της χώρας. Παρατηρούμε αυξημένο ενδιαφέρον από μεγάλες και μικρότερες ελληνικές εταιρείες που αντιλαμβάνονται ότι χωρίς πυρηνική ενέργεια, οι δεσμευτικοί στόχοι βιωσιμότητας της ΕΕ είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθούν», σημειώνει.

Πάντως, το διακύβευμα είναι η Ελλάδα να μην χάσει το momentum. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στο energygame.gr o Γιώργος Λάσκαρης, Πυρηνικός Φυσικός και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Πολιτικής «Δέον» (Deon Policy Institute) «αν η Ελλάδα δεν ανταποκριθεί άμεσα θα χάσει την μάχη για χαμηλές τιμές ενέργειας και συνεπώς θα μείνει πίσω η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς η χώρα έχει βάλει την Τεχνητή Νοημοσύνη στο επίκεντρο της ανάπτυξής της – η οποία απαιτεί τεράστιες ποσότητες ενέργειας».

Ο κ. Λάσκαρης παραδέχτηκε πως ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην υιοθέτηση της πυρηνικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι και παραμένει το μεγάλο αρχικό κεφαλαιακό κόστος. «Τώρα που η Γερμανία έκανε την στροφή προς την πυρηνική ενέργεια, η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει κεφάλαια για Μικρούς Αρθρωτούς Αντιδραστήρες από την ΕΕ. Η χώρας μας όχι μόνο δεν πρέπει να μείνει πίσω, αλλά πρέπει να πρωτοπορήσει. Δεδομένου ότι η μικρή Ελλάδα ελέγχει το 20% της παγκόσμιας ναυτιλίας, η Πατρίδα μας έχει την ευκαιρία να πρωτοστατήσει στην ενεργειακή μετάβαση στην θάλασσα μέσω της πυρηνικής ενέργειας. Έτσι έχουμε μια διπλή ευκαιρία να δημιουργήσουμε νέους τομείς στην οικονομία και νέες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης», τονίζει.

Η αλλαγή πλεύσης του Βερολίνου επανακαθορίζει την πυρηνική ισορροπία στην ΕΕ

Η στροφή της Γερμανίας, την οποία επικαλείται και ο κ. Λάσκαρης, λειτουργεί ήδη ως σημείο καμπής στον ευρωπαϊκό διάλογο. Η Γερμανία, μέχρι πρότινος σύμβολο της μεταπυρηνικής Ευρώπης, κάνει ένα ιστορικό βήμα προς μία κατεύθυνση σύμπλευσης με τη Γαλλία. Η νέα κυβέρνηση υπό τον Φρίντριχ Μερτς στέλνει σαφές μήνυμα ότι δεν θα μπλοκάρει άλλο τις γαλλικές προσπάθειες να ενταχθεί η πυρηνική ενέργεια στο ίδιο ρυθμιστικό πλαίσιο με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Πρόκειται για ένα άτυπο τέλος στον γαλλογερμανικό «πόλεμο» που κρατούσε επί χρόνια το ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο διχασμένο. Συν τοις άλλοις ο Μερτς φέρεται διατεθειμένος να εξετάζει ακόμη και την προοπτική να ενταχθεί η Γερμανία στο «πυρηνικό δίχτυ ασφαλείας» της Γαλλίας, ως ασπίδα αποτροπής απέναντι σε μελλοντικές απειλές από τη Ρωσία. «Είμαστε ανοιχτοί σε διάλογο. Καλύτερα αργά παρά ποτέ», δήλωσε χαρακτηριστικά Γερμανός αξιωματούχος στους Financial Times.

Η ιστορική αναδίπλωση του Βερολίνου σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα φάση στις σχέσεις του με το Παρίσι, με φόντο την αμοιβαία ανάγκη για ενεργειακή επανεκκίνηση της Ευρώπης. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η Γερμανία αποσύρει τις αντιρρήσεις της απέναντι στη γαλλική στρατηγική υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξομοίωση των πυρηνικών επενδύσεων με τις ΑΠΕ στο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο. Το άτυπο «βέτο» που κρατούσε παγωμένες κρίσιμες αποφάσεις ενεργειακής πολιτικής σε επίπεδο Ε.Ε. φαίνεται να αίρεται, επιτρέποντας πλέον την ενσωμάτωση όρων όπως «χαμηλού άνθρακα» – που παραπέμπουν σαφώς και στην πυρηνική τεχνολογία – στα ευρωπαϊκά νομοθετήματα για τις ανανεώσιμες πηγές και το «πράσινο» υδρογόνο.

Όπως αποκάλυψαν διπλωματικές πηγές στους Financial Times, το Βερολίνο φέρεται διατεθειμένο να συμμετάσχει ακόμη και στον διάλογο για μια κοινή ευρωπαϊκή πυρηνική αποτροπή υπό την ομπρέλα της Γαλλίας – μια εξέλιξη που μέχρι πρότινος θεωρείτο αδιανόητη. «Οι Γερμανοί μας λένε ότι θα είναι πολύ πιο πραγματιστές στο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας», δήλωσε Γάλλος αξιωματούχος, επιβεβαιώνοντας την απόφαση για αποκαθήλωση των αντιπυρηνικών προκαταλήψεων από τα νομικά κείμενα της ΕΕ.

Ο ίδιος ο καγκελάριος Μερτς, που εξελέγη τον Φεβρουάριο, έχει επικρίνει ανοιχτά την απόφαση της Μέρκελ να αποσυρθεί από την πυρηνική ενέργεια το 2011, θεωρώντας ότι στέρησε από τη χώρα του μια αξιόπιστη και φθηνή πηγή ηλεκτρισμού. Αν και δεν σκοπεύει να επανεκκινήσει τους τρεις αντιδραστήρες που έκλεισε ο Όλαφ Σολτς, δεσμεύεται να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες, όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs) και η πυρηνική σύντηξη – με στόχο την ενίσχυση της ενεργειακής αυτάρκειας και την παραγωγή «καθαρής» βιομηχανικής ισχύος.

Η νέα σύμπλευση Βερολίνου–Παρισιού αναμένεται να λειτουργήσει ως εναρκτήριο λάκτισμα για ολόκληρη την Ένωση, ενώ ήδη 12 κράτη-μέλη της ΕΕ με πυρηνικούς σταθμούς ζητούν με κοινή επιστολή προς την Κομισιόν την αναγνώριση της συμπληρωματικότητας μεταξύ πυρηνικής και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η επιστολή, σύμφωνα με τους FT, καλεί για επικαιροποίηση της χαρτογράφησης του πυρηνικού κλάδου στην Ε.Ε. και τη δυνατότητα κρατικών ενισχύσεων, ώστε να σταλεί σαφές σήμα προς τους επενδυτές και τη βιομηχανία.

Μία «πράσινη» υπερδύναμη κλείνει το μάτι στα πυρηνικά

Την ίδια στιγμή, μια άλλη χώρα «αρνητής» – η Δανία – ανακοινώνει πως μετά από τέσσερις δεκαετίες εξετάζει σοβαρά την άρση της απαγόρευσης στην πυρηνική ενέργεια. Σύμφωνα με το Bloomberg ο υπουργός Ενέργειας, Λαρς Άαγκααρντ, μίλησε για μια στροφή-ορόσημο στην ενεργειακή πολιτική της χώρας που μέχρι σήμερα βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην αιολική και ηλιακή ενέργεια. Η κυβέρνηση προανήγγειλε ανάλυση κόστους-οφέλους των νέων τεχνολογιών μικρής και αρθρωτής κλίμακας (SMRs), ανοίγοντας δίαυλο με ένα πεδίο που μέχρι πρόσφατα ήταν ταμπού.

Η απόφαση της κυβέρνησης της Δανίας εντάσσεται σε έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό αναστοχασμό γύρω από τον ρόλο της πυρηνικής ενέργειας στην εποχή της ενεργειακής μετάβασης. Την αλλαγή αυτή τροφοδοτούν αθροιστικά μια σειρά από εξελίξεις: το πρωτοφανές μπλακάουτ που έπληξε πριν από λίγες εβδομάδες την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι αυξανόμενες και διαρκείς ενεργειακές απαιτήσεις των κέντρων δεδομένων που στηρίζουν τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και η ανάγκη για πηγές καθαρής ενέργειας οι οποίες μπορούν να λειτουργούν σταθερά και αδιάλειπτα, ακόμη και όταν ο ήλιος δεν λάμπει και ο άνεμος δεν φυσά.

Σχέδιο επαναφοράς της πυρηνικής ενέργειας και στην Ιταλία

Τη δική της θέση στον νέο ευρωπαϊκό πυρηνικό χάρτη διεκδικεί πλέον και η Ιταλία. Μετά από τρεις δεκαετίες πλήρους αποχής και δύο δημοψηφίσματα που την έθεσαν εκτός πυρηνικού παιχνιδιού, η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι επιχειρεί την επιστροφή μέχρι το 2030, εντάσσοντας την απόφαση στο Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος της χώρας. Η Ρώμη στρέφεται σε τεχνολογίες νέας γενιάς, μικρής κλίμακας και διαφοροποιημένης φιλοσοφίας από τους παλιούς αντιδραστήρες, με στόχο να καλύψει έως και το 22% του ενεργειακού της μείγματος μέχρι το 2050. Σε συνέντευξή του στην Euractiv, ο υπουργός Ενέργειας Τζιλμπέρτο Πικέτο Φρατίν υποστήριξε πως η πυρηνική ενέργεια θα αποτελέσει καταλύτη για την ενεργειακή ασφάλεια και τη στρατηγική ανεξαρτησία της χώρας, η οποία παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από το φυσικό αέριο. Αν και η νέα στρατηγική προϋποθέτει εισαγωγές υλικών και καυσίμων από το εξωτερικό, η κυβέρνηση θεωρεί πως πρόκειται για κρίσιμη στροφή, ικανή να μετατρέψει την Ιταλία σε σταθερή δύναμη χαμηλών εκπομπών με αξιόπιστο ενεργειακό αποτύπωμα.

Την ίδια ώρα που ο δημόσιος διάλογος εστιάζει στα όρια των ΑΠΕ και την ευαλωτότητα των δικτύων, τεχνολογικοί κολοσσοί και κυβερνήσεις επαναξιολογούν το «απαγορευμένο καύσιμο» – όχι από νοσταλγία, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν, αλλά πότε και υπό ποιες συνθήκες η πυρηνική ενέργεια θα ενταχθεί οριστικά στο νέο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης.

Διαβάστε ακόμη