Σε οριακό σημείο βρίσκονται τα δίκτυα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, καθώς η ραγδαία αύξηση των αιτήσεων για νέες συνδέσεις από ΑΠΕ, καταναλωτές και βιομηχανίες οδηγεί σε εκτεταμένες καθυστερήσεις, με συνέπεια να απειλείται ο ρυθμός της πράσινης μετάβασης και η επίτευξη των στόχων της ΕΕ για το 2030. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της έκθεσης θέσεων της Eurelectric «From Backlog to Breakthrough» (Απρίλιος 2025), στην οποία αναλύονται οι βασικοί λόγοι συμφόρησης και προτείνονται δέσμες μέτρων που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις σημερινές «ουρές» σε αποτελεσματικές διαδικασίες ένταξης στο δίκτυο.
Όπως επισημαίνει η έκθεση, οι αιτήσεις για διασύνδεση αυξάνονται με εκθετικό ρυθμό λόγω της εξάπλωσης των ΑΠΕ, της ηλεκτροκίνησης, της αντικατάστασης συμβατικών πηγών ενέργειας με ηλεκτρικές λύσεις και της αύξησης των βιομηχανικών φορτίων. Ωστόσο, οι υποδομές σε πολλές περιοχές δεν έχουν συμβαδίσει με αυτή την έκρηξη, με αποτέλεσμα σε ορισμένες χώρες οι καθυστερήσεις να ξεπερνούν ακόμα και τα πέντε έτη.
Eurelectric: Πώς το υπάρχον πλαίσιο φρενάρει την πράσινη μετάβαση
Ο μηχανισμός «first come, first served» αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ανεπαρκής και αναποτελεσματικός, σχολιάζει η Eurelectric. Αν και παραμένει το κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης αιτήσεων σύνδεσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες –όπως η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Σλοβακία και η Ρουμανία–, η εφαρμογή του δημιουργεί τεράστιες στρεβλώσεις στην πράξη, αφήνοντας πίσω ώριμα, ώριμα χρηματοδοτημένα και τεχνικά άρτια έργα, τα οποία μπλοκάρονται πίσω από «αιτήσεις-φαντάσματα» που υποβλήθηκαν απλώς για να δεσμεύσουν χωρητικότητα.
Η περίπτωση της Ουγγαρίας είναι ενδεικτική: οι αιτήσεις για διασύνδεση έργων παραγωγής έχουν φτάσει να τοποθετούνται χρονικά έως και το 2030, καθιστώντας την πρόσβαση στο δίκτυο ουσιαστικά απαγορευτική για νέα έργα. Στη Ρουμανία, το πρόβλημα παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς σε διάφορα στάδια έγκρισης εκκρεμούν έργα συνολικής ισχύος άνω των 50 GW – ένας αριθμός υπερδιπλάσιος από την εγκατεστημένη ισχύ ολόκληρης της χώρας. Οι συνέπειες είναι προφανείς: έργα που θα μπορούσαν να στηρίξουν την απολιγνιτοποίηση, την αυτοπαραγωγή και την ανάπτυξη της βιομηχανικής δραστηριότητας δεν υλοποιούνται, γιατί απλούστατα δεν μπορούν να συνδεθούν.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και οι Διαχειριστές των Δικτύων Διανομής (DSOs) πρέπει να αποκτήσουν τη θεσμική αρμοδιότητα να αξιολογούν τις αιτήσεις με βάση ένα σύνολο σαφών και διαφανών κριτηρίων. Ανάμεσά τους:
- Η τεχνική και αδειοδοτική ωριμότητα: Δίνεται προτεραιότητα σε έργα που έχουν ήδη εξασφαλίσει περιβαλλοντική άδεια, οικοδομική άδεια ή άλλα απαραίτητα διοικητικά δικαιολογητικά. Με αυτόν τον τρόπο αποθαρρύνονται οι «πρόχειρες» αιτήσεις που δεν συνοδεύονται από πραγματικό σχεδιασμό υλοποίησης.
- Η στρατηγική γεωγραφική στόχευση: Τα έργα που χωροθετούνται σε περιοχές κρίσιμης πολιτικής σημασίας –όπως οι ζώνες απολιγνιτοποίησης, τα ενεργειακά νησιά, τα βιομηχανικά πάρκα και τα κέντρα δεδομένων υψηλής κατανάλωσης– προτείνεται να έχουν αυξημένη προτεραιότητα. Η προτεραιοποίηση δεν είναι οριζόντια, αλλά εστιάζει στο πού και πώς το έργο προσφέρει προστιθέμενη αξία.
- Η συμβολή στο σύστημα και στην ευστάθειά του: Τα έργα που ενσωματώνουν τεχνολογίες αποθήκευσης ή διαθέτουν δυνατότητα ελεγχόμενης παραγωγής (π.χ. υβριδικά έργα) θα μπορούσαν να προηγούνται, καθώς βοηθούν στην εξομάλυνση αιχμών και στην αποφυγή περικοπών.
- Ο βαθμός ετοιμότητας για άμεση ένταξη στο δίκτυο: Σε ορισμένες χώρες, έχει ήδη ξεκινήσει η αξιολόγηση αιτήσεων βάσει του χρόνου υλοποίησης. Έργα που αποδεδειγμένα μπορούν να λειτουργήσουν σε 12 ή 18 μήνες, ενδεχομένως να προηγούνται έναντι μεγάλων έργων με αβέβαιο χρονοδιάγραμμα.
Το βασικό μήνυμα της Eurelectric είναι πως η σύνδεση στο δίκτυο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «δικαίωμα σειράς», αλλά ως εργαλείο ενεργειακού σχεδιασμού, το οποίο θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τις ανάγκες της αγοράς, τις υποδομές, τη διαθεσιμότητα και –κυρίως– την ενεργειακή στρατηγική κάθε χώρας.
Η χωρητικότητα του δικτύου εξαντλείται, «αιτήσεις -φαντάσματα»
Ένα από τα μεγαλύτερα συστημικά προβλήματα είναι η σταδιακή εξάντληση της χωρητικότητας των υφιστάμενων υποδομών. Το πρόβλημα αυτό έχει λάβει και ελληνικές διαστάσεις. Η χωρητικότητα του δικτύου Συστήματος και του δικτύου με βάση το πλάνο ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ είναι της τάξης των 28-30 GW στα τέλη της δεκαετίας, ενώ τα έργα που λειτουργούν μαζί με όσα έχουν προσφορές σύνδεσης, φτάνουν ή και ξεπερνούν τα 32 GW. Σε λειτουργία είναι κάπου ανάμεσα σε 15-16 GW, ενώ τα έργα με προσφορές αθροίζουν ακόμη 17-18 GW. Στα νούμερα αυτά συνυπολογίζονται και εκείνα πάνω στο δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ, όπου βρίσκονται συνδεδεμένα πάνω από 92.000 μικρά έργα. Στο παραπάνω «βουνό» δεν υπολογίζεται ότι στην ουρά του ΑΔΜΗΕ περιμένουν αιτήματα για άλλα 47 GW.
Συνοψίζοντας, αν όλα τα έργα ΑΠΕ που σήμερα διαθέτουν προσφορές σύνδεσης υλοποιηθούν πράγματι, τότε οι νέες γραμμές μεταφοράς –όπως αυτές προβλέπονται για το 2030– θα έχουν ήδη υπερφορτωθεί κατά 100% πριν καν τεθούν πλήρως σε λειτουργία. Το αποτέλεσμα θα είναι φαινόμενα κορεσμού σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, με άμεσες επιπτώσεις τόσο στην αποδοτικότητα όσο και στην οικονομικότητα του συστήματος.
Στην εξίσωση αυτή πρέπει να τεθεί το γεγονός πως η ετήσια ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα φτάνει σχεδόν τα 7-8 GW. Ως εκ τούτου, παράγουμε 17-18 GW ενέργεια όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές με ήλιο και αέρα -περισσότερη δηλαδή πράσινη ενέργεια από αυτή που έχουμε ανάγκη-. Ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ Γιάννης Μάργαρης, περιέγραψε πρόσφατα πως δεν υπάρχει μαγική λύση, ούτε τεχνική δυνατότητα να συνδεθούν όλα τα έργα που περιμένουν στην ουρά και ταυτόχρονα να μπορεί να λειτουργεί το εθνικό σύστημα με ασφάλεια, χωρίς απρόοπτα.
Η ευρωπαϊκή διάσταση του προβλήματος αποτυπώνεται σε πολλές περιοχές –αστικές και αγροτικές. Να σημειωθεί πως τα δίκτυα διανομής είναι φτιαγμένα για τις ανάγκες του 20ού αιώνα και αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τη νέα ηλεκτροκεντρική πραγματικότητα που αναδύεται. Οι καθυστερήσεις δεν αφορούν πλέον μόνο τις απομακρυσμένες περιοχές αλλά και βασικούς παραγωγικούς κόμβους.
Περαιτέρω επιβάρυνση προκαλεί η τακτική υπερκράτησης ισχύος, όπου αιτούντες δεσμεύουν πολλαπλάσια ισχύ από αυτή που τελικά χρειάζονται – ή καταθέτουν αιτήσεις χωρίς πραγματική πρόθεση υλοποίησης. Πρόκειται για τα λεγόμενα ghost projects, τα οποία δεσμεύουν πολύτιμο χώρο στο δίκτυο, δημιουργώντας τεχνητή συμφόρηση και στρεβλώνοντας τη συνολική εικόνα προσφοράς και ζήτησης.
Σύμφωνα με την Eurelectric, η απάντηση είναι η θέσπιση εξορθολογισμένων διαδικασιών: τέλη υποβολής αιτήσεων, χρονικοί περιορισμοί στην προσκόμιση αδειών, ρήτρες αποβολής από την ουρά σε περίπτωση αδράνειας. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η αποδοχή μιας προσφοράς όρων σύνδεσης ισχύει για τρεις μήνες, εντός των οποίων απαιτείται προκαταβολή για τη διατήρηση της θέσης. Στην Ιταλία, οι διαχειριστές έχουν ήδη τη δυνατότητα να απορρίπτουν αιτήσεις που δεν τεκμηριώνονται επαρκώς μέσα σε καθορισμένα χρονικά πλαίσια.
Ψηφιακή επανάσταση και νέες μορφές σύνδεσης: Η τεχνολογία ως μοχλός αποσυμφόρησης
Η ψηφιοποίηση εμφανίζεται ως η πιο ελπιδοφόρα απάντηση. DSOs στη Σουηδία και τη Γερμανία έχουν αναπτύξει προηγμένα συστήματα αυτόματης επεξεργασίας αιτήσεων, βασισμένα σε τεχνητή νοημοσύνη και real-time χαρτογράφηση του φορτίου. Στη Σουηδία, η εταιρεία E.ON κατάφερε να μειώσει το χρόνο έγκρισης απλών αιτήσεων φωτοβολταϊκών από έξι εβδομάδες σε λίγα λεπτά, αυτοματοποιώντας το 80% της διαδικασίας. Η χρήση «ψηφιακών διδύμων» (digital twins) επιτρέπει τη δυναμική παρακολούθηση της κατάστασης του δικτύου και την πρόβλεψη μελλοντικών σημείων συμφόρησης, διευκολύνοντας τον στρατηγικό σχεδιασμό.
Παράλληλα, ενισχύεται η υιοθέτηση ευέλικτων συμβάσεων διασύνδεσης (Flexible Connection Agreements – FCAs), οι οποίες προβλέπουν την προσωρινή ή διακοπτόμενη λειτουργία νέων χρηστών του δικτύου. Στη Δανία, οι καταναλωτές μπορούν να επιλέξουν μόνιμα διακοπτόμενη σύνδεση, με μηδενικά τέλη, αποδεχόμενοι ότι θα διακόπτεται η πρόσβασή τους όταν το δίκτυο υπερφορτώνεται. Αντίστοιχα, στη Νορβηγία εφαρμόζεται μοντέλο «σύνδεσης υπό όρους», όπου οι χρήστες αποκτούν πρόσβαση με περιορισμούς, αλλά διατηρούν τη θέση τους στην κανονική ουρά για την πλήρη σύνδεση στο μέλλον.
Στο Βερολίνο, ο DSO διέκοψε από το 2024 τη λήψη αιτήσεων για συνδέσεις άνω των 3,5 MVA και εγκαινίασε νέο μοντέλο κατανομής ισχύος με βάση τη σχετική ζήτηση κάθε αιτούντος. Στην Ολλανδία, προτεραιότητα δίνεται σε φορείς που μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες αποσυμφόρησης, όπως συστήματα αποθήκευσης, ενώ οι δημόσιες υπηρεσίες (νοσοκομεία, σχολεία, στρατός) τοποθετούνται ψηλά στην κλίμακα προτεραιότητας. Η Νορβηγία, από την άλλη, έχει θεσπίσει εθνικό σύστημα αξιολόγησης ωριμότητας, διασφαλίζοντας ότι μόνο έργα με εξασφαλισμένη γη, άδειες και χρηματοδότηση εισέρχονται στην ουρά. Μάλιστα, οι αιτήσεις που «παγώνουν» επί μακρόν διαγράφονται αυτόματα.
Το συμπέρασμα της έκθεσης είναι πως αν η Ευρώπη θέλει να πετύχει τους φιλόδοξους στόχους για το 2030 και πέραν αυτού, η διαχείριση των συνδέσεων πρέπει να μετασχηματιστεί από έναν απλό μηχανισμό ουράς σε ένα στρατηγικό εργαλείο πολιτικής. Η μετάβαση δεν μπορεί να επιβραδυνθεί από διαδικαστικά εμπόδια, ρυθμιστικές ασάφειες και δίκτυα που λειτουργούν με λογικές του χθες. Η κατεύθυνση προς ένα πιο ευέλικτο, ψηφιακό και αξιοκρατικό σύστημα διασύνδεσης είναι όχι απλώς επιθυμητή, αλλά απολύτως αναγκαία.
Διαβάστε ακόμη