Η ΕΕ δαπάνησε 7% λιγότερα για εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες το τελευταίο τετράμηνο, παρά τη μη δεσμευτική εμπορική συμφωνία που σύναψε με την Ουάσινγκτον τον Αύγουστο και προβλέπει αγορές αμερικανικής ενέργειας ύψους 750 δισ. δολαρίων την περίοδο 2026–2028, με σημαντική αύξηση των ποσοτήτων και των ποσών σε σχέση με τα υφιστάμενα επίπεδα.
Οπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ των Financial Times, παρότι το μπλοκ αύξησε τις εισαγωγές LNG από πλευράς όγκων μετά τη συμφωνία, η πτώση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου περιόρισε τη συνολική αξία των αγορών σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ενεργειακής συμβουλευτικής εταιρείας Kpler, οι εισαγωγές LNG και πετρελαίου της ΕΕ από τις ΗΠΑ ανήλθαν σε 29,6 δισ. δολάρια την περίοδο Σεπτεμβρίου–Δεκεμβρίου.
Η Τζίλιαν Μποκάρα, ανώτερη διευθύντρια της Kpler, ανέφερε ότι η εμπορική συμφωνία είχε περιορισμένη επίδραση στην ενίσχυση των αγορών αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων. Όπως σημείωσε, οι συναλλαγές εμπορευμάτων γίνονται κυρίως σε διμερές επίπεδο και καθοδηγούνται από οικονομικούς παράγοντες, όπως το κόστος μεταφοράς και τα περιθώρια κέρδους, και όχι από πολιτικές δεσμεύσεις, χαρακτηρίζοντας τον στόχο αγορών «μη ρεαλιστικό».
Σε ετήσια βάση, οι εισαγωγές της ΕΕ από τις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν στα 73,7 δισ. δολάρια — ποσό που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το ένα τρίτο της αξίας που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου των 750 δισ. δολαρίων. Τα προϊόντα πυρηνικής ενέργειας, όπως το ουράνιο, που περιλαμβάνονται επίσης στη συμφωνία, αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% του ενεργειακού εμπορίου ΕΕ–ΗΠΑ.
Η Argus Media εκτίμησε ότι ακόμη και αν η ΕΕ αντικαθιστούσε πλήρως το ρωσικό φυσικό αέριο με αμερικανικό LNG, οι εισαγωγές θα ανέρχονταν περίπου σε 29 δισ. δολάρια ετησίως την επόμενη τριετία — μόλις στο 23% της αξίας που προβλέπει η συμφωνία. Για να επιτευχθεί ο στόχος, οι τιμές του φυσικού αερίου θα έπρεπε να τετραπλασιαστούν στα 37,3 δολάρια ανά εκατ. βρετανικές θερμικές μονάδες (mmbtu) έως το 2028, σενάριο που έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες της αγοράς.
Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για το 2028 διαπραγματεύονται γύρω στα 8,2 δολάρια/mmbtu, σύμφωνα με την Argus, έναντι περίπου 10 δολαρίων σήμερα. Τέτοια επίπεδα τιμών είχαν καταγραφεί τελευταία φορά τον Δεκέμβριο του 2022, στο αποκορύφωμα της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η Μποκάρα τόνισε ότι ακόμη και η πλήρης αντικατάσταση του ρωσικού αερίου από αμερικανικό δεν θα επαρκούσε για να τριπλασιαστεί η αξία των εισαγωγών. «Δεν βλέπουμε άλλη σαφή λογική, πέρα από το ότι η συμφωνία λειτουργεί ως μέσο περιορισμού των αμερικανικών δασμών», σημείωσε.
Οι αγορές αναμένουν υπερπροσφορά και χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια, καθώς χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ και ο Καναδάς σχεδιάζουν αύξηση της παραγωγής, ενώ η προοπτική εκεχειρίας Ρωσίας–Ουκρανίας έχει επίσης ψυχράνει το κλίμα.
Ο Μάρτιν Σίνιορ της Argus επισήμανε ότι τόσο η ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ στερούνται επαρκών υποδομών — όπως δεξαμενές αποθήκευσης και εγκαταστάσεις επαναεριοποίησης — για σημαντική επέκταση του ενεργειακού εμπορίου. Η ΕΕ θα έπρεπε να αυξήσει την εισαγωγική της ικανότητα κατά πάνω από 50%, ενώ οι ΗΠΑ να υπερδιπλασιάσουν την εξαγωγική τους δυναμικότητα.
Σύμφωνα με πρώην ευρωβουλευτή με μακρά εμπειρία στην ενεργειακή πολιτική, η έλλειψη οικονομικής βάσης καθιστά τη συμφωνία περισσότερο έναν τρόπο «αγοράς χρόνου» από την πλευρά της ΕΕ, προκειμένου να αποφύγει μια άμεση σύγκρουση με τον Αμερικανό πρόεδρο, του οποίου η θητεία λήγει τον Ιανουάριο του 2029.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι προμηθεύτηκε περίπου 200 δισ. ευρώ αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων τους πρώτους 11 μήνες του 2025, αυξάνοντας κυρίως τις εισαγωγές πετρελαίου και LNG. Εκτίμησε επίσης ότι οι αγορές αμερικανικού LNG θα φθάσουν τα 70 δισ. κυβικά μέτρα το 2025, από 45 δισ. κ.μ. το 2024, προσθέτοντας ότι φέτος έχουν υπογραφεί τουλάχιστον εννέα νέα μακροπρόθεσμα συμβόλαια από ευρωπαίους αγοραστές.
Διαβάστε ακόμη
