Οι προοπτικές για τον ευρωπαϊκό κλάδο χημικών, αξίας €635 δισ., σπάνια υπήρξαν πιο δυσοίωνες, διαμορφώνοντας το έδαφος για κύματα συγχωνεύσεων και εξαγορών. Όπως αναφέρει ρεπορτάζ του Bloomberg, ο κλάδος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά πιέσεων: υποτονική ζήτηση, εκρηκτικό ενεργειακό κόστος, δασμούς, ένα ασφυκτικό ρυθμιστικό περιβάλλον – με ακόμη αυστηρότερους κανόνες εκπομπών να αναμένονται το 2026 – και σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Οι αυξανόμενες ζημιές σε έναν κλάδο-ραχοκοκαλιά της βιομηχανίας, κρίσιμο για την παραγωγή προϊόντων (από αυτοκίνητα και κτίρια έως φάρμακα, χρώματα και καθημερινά οικιακά αγαθά), κατέστησαν τα χημικά τον δεύτερο χειρότερο κλάδο σε απόδοση στον ευρωπαϊκό χρηματιστηριακό δείκτη αναφοράς το 2025. Εταιρείες όπως οι IMCD NV, Symrise AG, Arkema SA και Lanxess AG έχουν χάσει το ένα τέταρτο ή και περισσότερο της χρηματιστηριακής τους αξίας.
Αναζήτηση ευκαιριών
Οι απώλειες αυτές, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη πίεση στην κερδοφορία, αναμένεται να πυροδοτήσουν νέες συμφωνίες, καθώς οι επιχειρήσεις αναζητούν μεγαλύτερη ευελιξία και οικονομίες κλίμακας. Τον Νοέμβριο, οι κατασκευαστές χρωμάτων Akzo Nobel NV και η αμερικανική Axalta Coating Systems Ltd. ανακοίνωσαν σχέδια συγχώνευσης για τη δημιουργία μιας εταιρείας αξίας 25 δισ. δολ., μετά και την απόφαση της BASF SE να παραχωρήσει τον έλεγχο της δραστηριότητάς της στα χρώματα, αξίας €7,7 δισ., στο πλαίσιο αναπροσανατολισμού της στρατηγικής της εν μέσω επίμονα υψηλών τιμών ενέργειας.
«Πολλοί καταναλωτές αναβάλλουν την αγορά αγαθών όπως φορητοί υπολογιστές, έπιπλα ή αυτοκίνητα και προτιμούν να δαπανούν σε ταξίδια, εστίαση και άλλες υπηρεσίες», δήλωσε ο Conrad Keijzer, διευθύνων σύμβουλος της ελβετικής Clariant AG. «Σε συνδυασμό με το δύσκολο περιβάλλον κόστους στην Ευρώπη, η επίμονα ασθενής ζήτηση καθιστά τη συγκέντρωση του κλάδου αναπόφευκτη».
Στα επίπεδο της δεκαετίας του ’90 η παραγωγή στη Γερμανία
Στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη παραγωγό χημικών στην περιοχή, η παραγωγή κινείται κοντά σε επίπεδα που είχαν να παρατηρηθούν από τη δεκαετία του 1990. Μόνο την περίοδο 2023-2024, αναμένεται να χαθούν 11 εκατ. τόνοι παραγωγικής δυναμικότητας σε 21 μονάδες, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας, γεγονός που συνεπάγεται απώλεια περίπου 10.000 έως 20.000 θέσεων εργασίας. Η Dow Inc. κλείνει δύο μονάδες στη Γερμανία, ενώ η βρετανική Ineos περιορίζει την παραγωγή της.
Τα χειρότερα ίσως να μην έχουν έρθει ακόμη, σύμφωνα με τον οικονομικό διευθυντή της BASF, Dirk Elvermann. «Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός χημικών περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη λειτουργεί σήμερα σε μη βιώσιμα επίπεδα κερδοφορίας», δήλωσε σε πρόσφατη τηλεδιάσκεψη με αναλυτές.
Προ των πυλών βαθιά αναδιάρθρωση στην αγορά
Όλα αυτά καθιστούν το περιβάλλον ώριμο για μια βαθιά αναδιάρθρωση, με συγχωνεύσεις, εξαγορές και αναδιοργανώσεις να βρίσκονται στο προσκήνιο. Η προτεινόμενη συμφωνία Akzo Nobel-Axalta και η πώληση της δραστηριότητας χρωμάτων της BASF ενδέχεται να ωθήσουν και άλλες διοικήσεις να εξετάσουν τρόπους δημιουργίας αξίας μέσω συγκέντρωσης ή αποεπενδύσεων, σύμφωνα με τον αναλυτή της UBS, Geoff Haire. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η UBS κατέταξε τις Lanxess, Umicore SA και Victrex Plc στις λιγότερο ελκυστικές επιλογές, λόγω πιθανών μειώσεων τιμών και περικοπών παραγωγής.
Χάνει μερίδιο της πίτας η Ευρώπη
Με περίπου 31.000 εταιρείες – κυρίως μικρομεσαίες – ο χημικός κλάδος είναι βαθιά ενσωματωμένος στο ευρωπαϊκό βιομηχανικό τοπίο. Ωστόσο, καθώς το κόστος αυξάνεται και το ρυθμιστικό πλαίσιο γίνεται αυστηρότερο, η Ευρώπη χάνει ανταγωνιστικότητα και έδαφος απέναντι στους Κινέζους ανταγωνιστές.
Τα τελευταία 20 χρόνια, το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια παραγωγή χημικών έχει μειωθεί περισσότερο από το μισό, στο 13% από 27%. Την ίδια περίοδο, το μερίδιο της Κίνας εκτινάχθηκε στο 46% από 10%, μετατρέποντας την Ευρώπη από καθαρό εξαγωγέα σε καθαρό εισαγωγέα χημικών προϊόντων.
Μόνο τα τελευταία πέντε χρόνια, οι κινεζικές εισαγωγές στην Ευρώπη υπερδιπλασιάστηκαν, στο 18% από 7%, σύμφωνα με την UBS. Παράλληλα, η Κίνα συμβάλλει σε παγκόσμια υπερπροσφορά, δημιουργώντας πρόσθετες πιέσεις για τους Ευρωπαίους παραγωγούς που ήδη παλεύουν με υψηλό κόστος.
Η ενέργεια στο προσκήνιο των πιέσεων
Στην κορυφή της λίστας των πιέσεων βρίσκονται οι ενεργειακές δαπάνες. Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη παραμένουν περίπου διπλάσιες σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο, λόγω της απώλειας των φθηνών ρωσικών προμηθειών μετά την εισβολή στην Ουκρανία, και τρεις έως πέντε φορές υψηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ. Προστίθεται δε το κόστος συμμόρφωσης με τους αυστηρούς κανονισμούς της ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα.
«Βρισκόμαστε σε έναν θανάσιμο παγκόσμιο ανταγωνισμό», δήλωσε ο Stephan Müller, υπεύθυνος ενεργειακής εμπορικής πολιτικής της Ineos στη Γερμανία. Όπως ανέφερε, για το εργοστάσιο της εταιρείας στην Κολωνία, οι ετήσιες δαπάνες για δικαιώματα εκπομπών CO₂ ανέρχονται σε €100 εκατ., πέραν του υψηλού εργατικού κόστους. «Αυτά τα κόστη CO₂ δεν υπάρχουν σε άλλα μέρη του κόσμου εκτός Ευρώπης».
Τι αλλαγές φέρνει ο μηχανισμός CBAM
Οι πιέσεις αναμένεται να ενταθούν το επόμενο έτος. Ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) της ΕΕ, που τίθεται σε ισχύ στις αρχές του 2026 και επιβάλλει κόστος εκπομπών στα εισαγόμενα προϊόντα, αφήνει σε μεγάλο βαθμό τα χημικά εκτός του πλαισίου. Ταυτόχρονα, οι δωρεάν άδειες εκπομπών στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας ρύπων καταργούνται σταδιακά, γεγονός που από μόνο του θα αυξήσει το κόστος για τις χημικές εταιρείες κατά 2,5% από το επόμενο έτος.
Οι αυξήσεις αυτές καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαίων παραγωγών. Ενδεικτικά, η BASF εκτιμά ότι θα χρειαστεί να αγοράσει δικαιώματα CO₂ αξίας €1 δισ. έως το τέλος της επόμενης δεκαετίας για να καλύψει τις εκπομπές της – δαπάνες που οι διεθνείς ανταγωνιστές της δεν αντιμετωπίζουν.
«Πρόκειται για κόστη που προκύπτουν επειδή παράγουμε στην Ευρώπη -κόστη που δεν θα είχαμε αν παράγαμε τα ίδια προϊόντα στην Κίνα, τις ΗΠΑ ή την Ινδία», δήλωσε τον Οκτώβριο ο διευθύνων σύμβουλος της BASF, Markus Kamieth, επισημαίνοντας το ανταγωνιστικό μειονέκτημα ενός «καλοπροαίρετου αλλά κακώς σχεδιασμένου» συστήματος εμπορίας ρύπων.
Ορισμένες γερμανικές χημικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων η BASF και η παραγωγός αμμωνίας SKW Stickstoffwerke Piesteritz, ζητούν προσαρμογές στην αγορά άνθρακα ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία ανταγωνισμού.
Υπάρχουν πάντως και κάποιες αχτίδες αισιοδοξίας. Ο αναλυτής της UBS, Geoff Haire, αναφέρεται στο πρόγραμμα υποδομών της Γερμανίας, στα ενδεχόμενα μέτρα αντιντάμπινγκ, στις προσπάθειες της ΕΕ να μειώσει το κόστος άνθρακα και στην παρέμβαση της κινεζικής κυβέρνησης για τον περιορισμό της υπερπαραγωγής.
Προοπτικές 2026 – 2027
Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν αναμένεται να προσφέρει ουσιαστική ανακούφιση μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με την Oxford Economics, ο κλάδος θα συρρικνωθεί το πρώτο τρίμηνο του 2026, με αργή ανάκαμψη να διαφαίνεται μόνο το 2027. Ακόμη και τότε, «θα παραμείνει σε μια διαρθρωτικά χαμηλότερη τροχιά, με την ετήσια ανάπτυξη να κορυφώνεται στο 1,7% το 2028, ποσοστό ανεπαρκές για να καλύψει τις απώλειες των τελευταίων ετών», όπως δήλωσε ο οικονομολόγος Nico Palesch.
Διαβάστε ακόμη
