Η Γερμανία βιώνει μια περίοδο έντονης ενεργειακής αβεβαιότητας που αγγίζει τόσο τη βιομηχανία όσο και τα νοικοκυριά της. Από τη μία, οι τιμές ρεύματος παραμένουν υψηλές, προκαλώντας ανησυχία και διαμαρτυρίες από τους βιομήχανους, ενώ από την άλλη οι μεγάλοι ενεργειακοί «παίκτες» προσπαθούν να βρουν ισορροπία ανάμεσα στις επενδύσεις, το κόστος παραγωγής και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες αγορές. Στην καρδιά αυτής της κατάστασης βρίσκεται η RWE, η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία και τρίτη μεγαλύτερη σε πράσινη ενέργεια στις ΗΠΑ.

Σε συνέντευξή του στη Süddeutsche Zeitung, ο CEO της εταιρείας, Markus Krebber, σκιαγραφεί ένα σαφές μήνυμα: η ενεργειακή μετάβαση είναι αναγκαία αλλά ακριβή, απαιτεί ρεαλισμό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ενώ η βιομηχανία πρέπει να παραμείνει βιώσιμη χωρίς να απειλείται η ανταγωνιστικότητά της στην παγκόσμια αγορά.

Αρχικά, ο Krebber εξηγεί την αντίφαση ανάμεσα στην υψηλή τιμή ρεύματος και στη μείωση των κερδών της εταιρείας: «Δεν υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου της τιμής του ρεύματος και των κερδών μας. Επιπλέον, η Γερμανία αντιπροσωπεύει μόνο το ένα πέμπτο των αποτελεσμάτων μας». Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει ότι η ενεργοβόρα βιομηχανία στη Γερμανία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και χρειάζεται στήριξη, καθώς η ενέργεια είναι πολύ ακριβότερη σε σχέση με άλλες περιοχές όπως το Τέξας ή η Μέση Ανατολή.

Η διαφορά αυτή, εξηγεί ο CEO, οφείλεται στις διαφορετικές προϋποθέσεις παραγωγής: «Οι αγωγοί φυσικού αερίου από τη Ρωσία ήταν κάτι σαν απευθείας σύνδεση με την πηγή. Τώρα η Γερμανία πρέπει να αγοράζει υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από την παγκόσμια αγορά, το οποίο μεταφέρεται με πλοία. Και για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, άλλες χώρες έχουν το πλεονέκτημα του περισσότερου ήλιου και των ελεύθερων εκτάσεων». Σύμφωνα με τον Krebber, «η ενέργεια θα παραμείνει ακριβή, δεν θα επιστρέψουμε στα παλιά επίπεδα τιμών».

Μακροπρόθεσμη ασφάλεια για τη βιομηχανία

Την ώρα που η γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει επιδότηση στην τιμή βιομηχανικού ρεύματος, ο Krebber εκφράζει τις επιφυλάξεις του: «Έτσι όπως σχεδιάζεται να εφαρμοστεί, είναι απλώς μια σταγόνα στον ωκεανό. Η ρύθμιση ισχύει μόνο για τρία χρόνια. Οι επιχειρήσεις χρειάζονται μακροπρόθεσμη ασφάλεια σχεδιασμού, για παράδειγμα δέκα ετών, ώστε να επενδύσουν ξανά στη Γερμανία».

Στο πλαίσιο αυτό, η RWE σκοπεύει να κατασκευάσει νέες μονάδες παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο, οι οποίες θα λειτουργούν ως εφεδρεία για τις περιόδους χαμηλής παραγωγής πράσινης ενέργειας. Όπως εξηγεί ο Krebber: «Θέλουμε να κατασκευάσουμε έως και τρία γιγαβάτ (περίπου έξι εργοστάσια). Αν οι δημοπρασίες γίνουν την άνοιξη του 2026, οι πρώτες μονάδες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν το 2030. Αυτό θα σταθεροποιούσε και τις τιμές του ρεύματος. Έχουμε ένα σαφές πλάνο για το πώς αυτά τα εργοστάσια θα μετατραπούν σε λειτουργία με 100% υδρογόνο μέσα σε οκτώ χρόνια».

Η κατάσταση στις ΗΠΑ και η πολιτική Τραμπ

Παρά τις ανησυχίες για τις πολιτικές του Τραμπ σχετικά με τις ΑΠΕ, οι δραστηριότητες της RWE στις ΗΠΑ συνεχίζουν κανονικά. Ο Krebber διευκρινίζει: «Ενώ τα υπεράκτια αιολικά έργα έχουν μπει ”στον πάγο”, όλα τα άλλα συνεχίζονται: χερσαία αιολικά, φωτοβολταϊκά, μπαταρίες. Η αβεβαιότητα έχει υποχωρήσει. Λαμβάνουμε τόσες επενδυτικές αποφάσεις όσες και πριν από την αλλαγή της κυβέρνησης». Σημαντικός μοχλός παραμένει η αυξανόμενη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια στις ΗΠΑ, με έργα στο Τέξας να εξασφαλίζουν περισσότερη διαθεσιμότητα για εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Ο διευθύνων σύμβουλος της RWE εμφανίζεται επιφυλακτικός απέναντι στην υπερβολική πίεση μέσω του συστήματος εμπορίας ρύπων και τους μακροπρόθεσμους στόχους για κλιματική ουδετερότητα: «Πρέπει να κάνουμε τα πάντα ώστε η Γερμανία να παραμείνει βιομηχανικός κόμβος. Διαφορετικά, η βιομηχανία θα μεταφερθεί στο εξωτερικό, όπου παράγει με υψηλότερες εκπομπές ρύπων». Σχετικά με τον στόχο για ουδετερότητα έως το 2045, προσθέτει: «Βρίσκω τις συζητήσεις για μακροπρόθεσμους στόχους εντελώς μάταιες. Πρέπει να σκεφτούμε ποιες είναι οι σωστές κατευθύνσεις για τα επόμενα πέντε χρόνια. Στο τέλος, αν πιέσουμε πολύ, οι άνθρωποι θα ψηφίσουν κόμματα που κανείς μας δεν θέλει – και τότε δεν θα πετύχουμε ούτε τον στόχο».

Διαβάστε ακόμη