Ο Λευκός Οίκος αναβάθμισε τον ρόλο των ορυκτών καυσίμων σε θεμέλιο λίθο της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας σε νέο επίσημο έγγραφο ότι η αύξηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ασφάλειας της χώρας και των συμμάχων της, ενώ υποβαθμίζει τον κίνδυνο από το Πεκίνο και παραβλέπει τις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα που αποτελούν πλέον προπύργιο της στρατηγικής ασφάλειας της Κίνας.

Όπως αναφέρει το Semafor, η Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας που δημοσιεύτηκε υποβαθμίζει το ενδιαφέρον που είχαν εκφράσει προηγούμενες κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κατά την πρώτη θητεία του, για να ενεργήσουν οι ΗΠΑ ως εγγυήτριες της δημοκρατίας, και αντίθετα πλαισιώνει τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με πιο στενά εμπορικούς όρους. Τοποθετεί τα ορυκτά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας, υποστηρίζοντας ότι μια βασική στρατηγική για την αντιμετώπιση των αντιπάλων είναι να τους ξεπεράσει σε ανταγωνιστικότητα στις παραδοσιακές αγορές ενέργειας. Οι «ιδεολογίες» της απανθρακοποίησης, εν τω μεταξύ, απορρίπτονται επειδή «βλάπτουν σε μεγάλο βαθμό την Ευρώπη, απειλούν τις Ηνωμένες Πολιτείες και επιδοτούν τους αντιπάλους» των ΗΠΑ.

Η νέα Στρατηγική παρέχει μια σαφέστερη εικόνα του τι σημαίνει στην πράξη η «κυριαρχία» στον τομέα της ενέργειας, ο συχνά διατυπωμένος στόχος της κυβέρνησης Τραμπ, σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Γκόλντμπεργκ, ο οποίος μέχρι τον Αύγουστο ήταν ανώτερος σύμβουλος του Συμβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας του Λευκού Οίκου.

Ορυκτά καύσιμα vs Φωτοβολταϊκά & μπαταρίες

Όπως είχε γράψει πρόσφατα το energygame, ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα εποχή ενεργειακής υπερπροσφοράς, με το αμερικανικό LNG και τα κινεζικά φωτοβολταϊκά να διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία -αλλά και τα κεφάλαια- των αναδυόμενων αγορών. Πίσω από αυτή τη σύγκρουση βρίσκονται δύο αντικρουόμενα οράματα για το ενεργειακό μέλλον, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να τοποθετούνται σε αντίθετες πλευρές. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA), στην πρόσφατη έκθεση World Energy Outlook, δείχνει πως και οι δύο υπερδυνάμεις χτίζουν τεράστιες εξαγωγικές υποδομές: η Κίνα σε φωτοβολταϊκά και μπαταρίες, οι ΗΠΑ σε τερματικούς σταθμούς LNG. Ωστόσο, ακόμη και με αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια, ο πλανήτης δεν χρειάζεται υπερβάλλουσα παραγωγική ισχύ και από τις δύο πλευρές.

Η βιομηχανία LNG κινείται με φρενήρεις ρυθμούς. Η παγκόσμια εξαγωγική ικανότητα αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% έως το 2030, με τις ΗΠΑ να ηγούνται της προσπάθειας, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το μισό της νέας δυναμικότητας. Μάλιστα, θα προσθέσουν μέσα στην επόμενη πενταετία όση δυναμικότητα κατασκεύασαν σε ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία. Ακόμη και ο IEA θέτει το καίριο ερώτημα: Πού θα κατευθυνθεί όλη αυτή η ποσότητα;

Αλλά η ιστορία της υπερπροσφοράς δεν περιορίζεται στο LNG. Ο IEA επισημαίνει ότι και στη βιομηχανία των φωτοβολταϊκών και των μπαταριών κυριαρχεί η υπερπαραγωγή -και ως επί το πλείστον προέρχεται από την Κίνα. Η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα στα φωτοβολταϊκά είναι διπλάσια της τρέχουσας ζήτησης, ενώ στις μπαταρίες τριπλάσια. Η Κίνα, μόνη της, έχει ήδη αρκετή παραγωγική ισχύ για να καλύψει την παγκόσμια ζήτηση σε φωτοβολταϊκά μέχρι το 2030, ακόμη και στο πιο φιλόδοξο σενάριο μηδενικών εκπομπών του IEA.

Αυτή η σύγκρουση υπερπροσφοράς έχει μετατραπεί σε νέο πεδίο αντιπαράθεσης ΗΠΑ–Κίνας. Η πιθανότητα αναξιοποίητων περιουσιακών στοιχείων (stranded assets) έχει λιγότερη σημασία, αφού οι οικονομίες τους μπορούν να απορροφήσουν τις ζημιές. Το πραγματικό διακύβευμα είναι ποιος θα κατακτήσει τις αναδυόμενες αγορές και την πολιτική επιρροή που τις συνοδεύει – και ποια χώρα αντιλαμβάνεται καλύτερα ποιο είναι το μέλλον της ενέργειας.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΡΑΜΠ - ΣΙ ΤΖΙΝΠΙΝΓΚ

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ © EPA/YONHAP SOUTH KOREA OUT

Διαβάστε ακόμη