Δέκα χρόνια μετά τη Συμφωνία του Παρισιού, η παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση παραμένει σε εξέλιξη, αλλά η κοινή διεθνής στρατηγική έχει ουσιαστικά διαλυθεί, σύμφωνα με το Reuters. Κίνα, ΗΠΑ και Ευρώπη ακολουθούν πλέον τρεις διακριτές πορείες που αντικατοπτρίζουν τις δικές τους προτεραιότητες, οικονομικές ανάγκες και γεωπολιτικές φιλοδοξίες. Το αποτέλεσμα είναι μια μετάβαση άνιση, περίπλοκη και συχνά απρόβλεπτη.
Κίνα: Η πράσινη υπερδύναμη που επιδιώκει αυτονομία
Η Κίνα, η οποία εδώ και χρόνια αποτελεί τον μεγαλύτερο ενεργειακό καταναλωτή και τον κορυφαίο εκπομπό διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της στη νέα ενεργειακή πραγματικότητα. Κεντρικός στόχος του Πεκίνου είναι η μείωση της εξάρτησης από τις ακριβές εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, που κατά τις προηγούμενες δεκαετίες στήριζαν την εκρηκτική οικονομική του ανάπτυξη. Για να το πετύχει, η κινεζική κυβέρνηση επενδύει ταυτόχρονα σε όλα τα διαθέσιμα ενεργειακά μέσα: από τον άνθρακα και το φυσικό αέριο μέχρι την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, ώστε να διασφαλίσει την ενεργειακή ασφάλεια αλλά και την αυτάρκεια του συστήματος.
Παράλληλα, η Κίνα έχει εξελιχθεί σε παγκόσμιο ηγέτη των πράσινων τεχνολογιών. Ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις αλυσίδες εφοδιασμού σε κρίσιμες πρώτες ύλες και εξοπλισμό, κατασκευάζει τη μερίδα του λέοντος των φωτοβολταϊκών και των μπαταριών και προσθέτει περισσότερη νέα ισχύ ανανεώσιμων πηγών ενέργειας απ’ ό,τι όλες οι υπόλοιπες χώρες μαζί. Οι εγκαταστάσεις αιολικής και ηλιακής ενέργειας έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, επιβεβαιώνοντας τη βούληση της χώρας να κυριαρχήσει σε έναν τομέα που θα καθορίσει τον οικονομικό ανταγωνισμό των επόμενων δεκαετιών.
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι απόλυτα «πράσινη». Η ταχεία ανάπτυξη της βιομηχανίας και η αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρισμού οδηγούν τη χώρα να συνεχίζει τις επενδύσεις σε νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα, οι οποίοι προσφέρουν φθηνή και αξιόπιστη ισχύ σε περιόδους ακραίας ζήτησης ή χαμηλής παραγωγής από ΑΠΕ. Το Πεκίνο εξακολουθεί να δεσμεύεται για επίτευξη ουδετερότητας άνθρακα έως το 2060, όμως η προσέγγισή του βασίζεται περισσότερο στη στρατηγική ενίσχυση της εθνικής ισχύος παρά στην περιβαλλοντική ευαισθησία.
ΗΠΑ: Η μετάβαση μετ’ εμποδίων μιας ενεργειακής υπερδύναμης
Στις ΗΠΑ, η ενεργειακή μετάβαση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική ηγεσία και από την ισχυρή βιομηχανία ορυκτών καυσίμων που συνεχίζει να αποτελεί θεμέλιο της αμερικανικής οικονομίας. Η νέα αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού στις αρχές του 2025 δημιούργησε κλίμα αβεβαιότητας και απροθυμία για επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες, ιδιαίτερα στις πολιτείες όπου η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι βασικός πυλώνας απασχόλησης και εισοδήματος.
Παρά τη σημαντική πρόοδο που είχε σημειωθεί την προηγούμενη δεκαετία, με τη μεγάλη αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου να συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών μέσα από τη σταδιακή αντικατάσταση του άνθρακα, οι ρυθμοί ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχουν πλέον επιβραδυνθεί. Η απορρύθμιση, οι καθυστερήσεις σε αδειοδοτήσεις και η έλλειψη σταθερής πολιτικής κατεύθυνσης ενισχύουν την αίσθηση ότι οι ΗΠΑ κινούνται με αργό, ασταθή βηματισμό, παρά το τεράστιο δυναμικό τους σε αιολική, ηλιακή και υδρογονοενέργεια. Μέχρι η οικονομική και πολιτική συγκυρία να ευνοήσει μια συνεκτικότερη στρατηγική, η ενεργειακή πορεία των ΗΠΑ θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από έντονες μεταβολές.
Ευρώπη: Ανάμεσα στη φιλοδοξία και την πραγματικότητα
Η Ευρώπη υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της διεθνούς προσπάθειας για την απανθρακοποίηση, όμως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 αποκάλυψε την ενεργειακή της ευαλωτότητα. Η απότομη απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου, από το οποίο εξαρτιόταν σχεδόν κατά 40%, προκάλεσε τεράστια οικονομική αναστάτωση. Η αύξηση των τιμών ενέργειας χτύπησε την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και επιβάρυνε τα νοικοκυριά, δημιουργώντας έντονες πολιτικές πιέσεις σε πολλές χώρες.
Παρότι η Ευρώπη κατάφερε να απεξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία, εξαρτάται πλέον από εισαγωγές LNG, κυρίως από τις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, η πράσινη μετάβαση αποδεικνύεται πιο δαπανηρή και περίπλοκη απ’ όσο είχε σχεδιαστεί, ενώ η εξάρτηση από την Κίνα για τεχνολογικό εξοπλισμό προκαλεί νέα γεωπολιτικά διλήμματα. Σε αυτό το περιβάλλον, αρκετές κυβερνήσεις εμφανίζονται πιο διστακτικές απέναντι στους αρχικούς στόχους για μηδενικές εκπομπές, καθώς η κοινωνική και οικονομική πίεση εντείνεται.
Η ενεργειακή μετάβαση συνεχίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο, όμως πλέον δεν προχωρά ως κοινή διεθνής προσπάθεια. Αντίθετα, έχει μετατραπεί σε ένα μωσαϊκό διαφορετικών στρατηγικών: η Κίνα επιταχύνει για λόγους στρατηγικής αυτονομίας, οι ΗΠΑ κινούνται αργά λόγω πολιτικής πόλωσης και πλεονάζοντων ορυκτών πόρων, ενώ η Ευρώπη προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των φιλοδοξιών της και της ενεργειακής της ασφάλειας. Το αποτέλεσμα είναι μια πορεία κατακερματισμένη, δύσκολη και γεμάτη ανατροπές—μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από εκείνη που οραματίζονταν οι συντάκτες της Συμφωνίας του Παρισιού πριν από μια δεκαετία.
Διαβάστε ακόμη
