Οι αμερικανικές κυρώσεις εις βάρος της ρωσικής πετρελαϊκής εταιρείας Rosneft αναζωπύρωσαν στη Γερμανία τις συζητήσεις σχετικά με την πιθανή εθνικοποίηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας στη χώρα, περιλαμβανομένου του διυλιστηρίου Schwedt, από το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό ο ενεργειακός εφοδιασμός του Βερολίνου, σύμφωνα με το Reuters.

Η υπόθεση αναδεικνύει το περίπλοκο δίκτυο αλληλεξαρτήσεων που εξακολουθεί να συνδέει τη Γερμανία με τη Ρωσία — τη χώρα που επί δεκαετίες τροφοδοτούσε με ενέργεια τη βιομηχανική «μηχανή» της Ευρώπης, έως ότου ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι εξέδωσε άδεια εξαίρεσης για το γερμανικό παράρτημα της Rosneft από τις αμερικανικές κυρώσεις, η οποία θα ισχύει έως τον Απρίλιο του 2026. Αν και η μόνιμη εξαίρεση παραμένει η προτιμώμενη επιλογή του Βερολίνου, οι γερμανικές αρχές εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων και πώλησής τους σε ξένο επενδυτή.

Εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας επιβεβαίωσε ότι το υπουργείο έλαβε επίσημη επιστολή από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία παρέχει μια «προσωρινή λύση» στην υπόθεση.

Η σημασία της Rosneft Deutschland

Η Rosneft Deutschland κατέχει το πλειοψηφικό μερίδιο στο διυλιστήριο Schwedt, το οποίο προμηθεύει το μεγαλύτερο μέρος των καυσίμων του Βερολίνου — συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων του αεροδρομίου της πόλης, των πρατηρίων σε όλη την ανατολική Γερμανία και των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί η τοπική χημική βιομηχανία. Επιπλέον, η εταιρεία διατηρεί μετοχικά μερίδια στα διυλιστήρια MiRo και Bayernoil.

Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία τέθηκαν υπό καθεστώς διαχείρισης (trusteeship) το 2022, αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, γεγονός που ανέτρεψε τις μακροχρόνιες ενεργειακές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η διαχείριση αυτή ανανεώνεται κάθε έξι μήνες, ωστόσο η νομική της βάση μπορεί να αμφισβητηθεί στα δικαστήρια, καθώς αρχικά επρόκειτο για προσωρινό και έκτακτο μέτρο.

Μέχρι στιγμής, η γερμανική κυβέρνηση διστάζει να προχωρήσει σε πλήρη απαλλοτρίωση, φοβούμενη ότι θα υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση στη Μόσχα.

Τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης εκτιμούν την αξία των γερμανικών περιουσιακών στοιχείων της Rosneft σε περίπου 7 δισεκατομμύρια δολάρια, αν και, σύμφωνα με το Reuters, η πραγματική αξία ενδέχεται να είναι λιγότερη από τη μισή. Η Μόσχα έχει προειδοποιήσει ότι οποιαδήποτε κατάσχεση ρωσικής ιδιοκτησίας στην Ευρώπη θα προκαλέσει αντίποινα, με τις γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία να κινδυνεύουν να υποστούν τις συνέπειες.

Η Lukoil πουλά τα διεθνή περιουσιακά της στοιχεία

Παράλληλα, η Lukoil, δεύτερη μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία της Ρωσίας, ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι θα πουλήσει τα διεθνή της περιουσιακά στοιχεία, μια εξέλιξη που εντείνει το κλίμα αβεβαιότητας γύρω από τις ρωσικές ενεργειακές επιχειρήσεις στην Ευρώπη.

Η Rosneft προσπαθεί να πουλήσει τις δραστηριότητές της στη Γερμανία από τον Μάρτιο του 2024, χωρίς επιτυχία. Η εταιρεία δεν σχολίασε σχετικά όταν ζητήθηκε από το Reuters.

Ο Μίχαελ Κέλνερ, βουλευτής των Πρασίνων και πρώην μέλος της κυβέρνησης συνασπισμού που είχε την εποπτεία της Rosneft, δήλωσε ότι η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει σε εθνικοποίηση.
«Η Rosneft είναι συστημικής σημασίας για τη Γερμανία», είπε. «Το κράτος πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο για να διασφαλίσει το μέλλον της».

Ο Κέλνερ αποκάλυψε ότι ήδη από το 2024 το Κατάρ και το Καζακστάν είχαν εκφράσει ενδιαφέρον για την αγορά της εταιρείας, αν και παραμένει αβέβαιο αν το ενδιαφέρον αυτό εξακολουθεί να ισχύει.

Παρότι η Γερμανία προμηθευόταν παλαιότερα πετρέλαιο απευθείας από τη Ρωσία, σήμερα η Rosneft Deutschland αγοράζει πετρέλαιο από το Καζακστάν. Ωστόσο, η Ρωσία εξακολουθεί να ελέγχει τον αγωγό μέσω του οποίου μεταφέρεται το καζακικό πετρέλαιο — υπενθυμίζοντας ότι η ενεργειακή εξάρτηση δεν έχει ακόμη τερματιστεί πλήρως.

Διαβάστε ακόμη