Η καταστροφή που προκάλεσε ο τυφώνας Μελίσα στην Τζαμάικα αποτελεί μια δραματική υπενθύμιση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν τα μικρά και ευάλωτα κράτη σε έναν πλανήτη που θερμαίνεται — από θύελλες, πλημμύρες και πυρκαγιές, μέχρι ξηρασίες. Ωστόσο, σύμφωνα με έκθεση του Προγράμματος Περιβάλλοντος του ΟΗΕ (UNEP) που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη και μετέδωσε το Bloomberg, τα χρηματοδοτικά κονδύλια για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή όχι μόνο δεν επαρκούν, αλλά μειώνονται αντί να αυξάνονται.

Η έκθεση, με τίτλο Adaptation Gap Report 2025: Running on Empty, εκτιμά ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα χρειάζονται έως το 2035 από 310 έως 365 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για έργα προσαρμογής. Το Κλιματικό Σύμφωνο της Γλασκώβης (COP26, 2021) είχε θέσει ως στόχο οι ανεπτυγμένες χώρες να συνεισφέρουν περίπου 40 δισ. δολάρια ετησίως έως το 2025, ένα ποσό που ήδη θεωρείται ανεπαρκές. Όπως επισημαίνει η Ίνγκερ Άντερσεν, εκτελεστική διευθύντρια του UNEP, ακόμη κι αυτό το επίπεδο χρηματοδότησης «δεν έχει υλοποιηθεί».

Μειώθηκε η χρηματοδότηση προς φτωχά κράτη για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή

Τα στοιχεία δείχνουν μάλιστα ότι η χρηματοδότηση από τις πλούσιες προς τις φτωχότερες χώρες για την προσαρμογή στην κλιματική κρίση μειώθηκε από 28 δισ. δολάρια το 2022 σε 26 δισ. το 2023. Αν και τα δεδομένα για το 2024 και το 2025 δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα, το UNEP προειδοποιεί ότι η τάση είναι ανησυχητική: οι μελλοντικές ανάγκες είναι 12 έως 14 φορές μεγαλύτερες από τις τρέχουσες ροές διεθνούς δημόσιας χρηματοδότησης.

Υπάρχουν, ωστόσο, και ορισμένα θετικά σημάδια. Οι πιο φτωχές χώρες και τα μικρά νησιωτικά κράτη που απειλούνται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή φαίνεται να έχουν μικρότερα χρηματοδοτικά κενά σε σχέση με παλαιότερα. Πάνω από 170 από τις 197 χώρες παγκοσμίως έχουν πλέον εθνικό σχέδιο ή στρατηγική προσαρμογής, αριθμός που παρουσιάζει μικρή αλλά σταθερή αύξηση. Παράλληλα, ολοένα περισσότερα κράτη αρχίζουν να ενσωματώνουν την προσαρμογή στις βασικές πολιτικές ανάπτυξης και σχεδιασμού τους, κάτι που θεωρείται ουσιαστικό βήμα για τη βιωσιμότητα.

Η «προσαρμογή» περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μέτρων, από αντιπλημμυρικά έργα και προστασία υποδομών, μέχρι παρακολούθηση της ροής υδάτων για την αντιμετώπιση της ξηρασίας. Μπορεί επίσης να βασίζεται σε φυσικές λύσεις, όπως η προστασία των μαγγρόβιων δασών, που λειτουργούν ως φυσικά φράγματα έναντι των καταιγίδων και της διάβρωσης των ακτών.

Τι θα συζητηθεί στην COP30

Το ζήτημα του πώς θα εξευρεθούν περισσότερα κονδύλια, τόσο από δημόσιες όσο και από ιδιωτικές πηγές, αναμένεται να αποτελέσει κεντρικό θέμα στη διάσκεψη COP30 που θα πραγματοποιηθεί στη Βραζιλία τον επόμενο μήνα. Μέχρι σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς χρηματοδότησης για το κλίμα κατευθύνεται προς την αντιμετώπιση των εκπομπών (mitigation) — δηλαδή στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου μέσω επενδύσεων σε καθαρές μορφές ενέργειας. Αν και η μείωση των εκπομπών περιορίζει μελλοντικά τις ανάγκες προσαρμογής, οι τοπικές κοινότητες πλήττονται ήδη από ακραία καιρικά φαινόμενα που απαιτούν άμεση δράση.

Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της COP30, Αντρέ Κορέα ντο Λάγκο, «η προσαρμογή λαμβάνει πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής χρηματοδότησης για την κλιματική αλλαγή. Πρέπει να σπάσουμε την αντίληψη ότι η προσαρμογή δεν είναι επωφελής για τον κόσμο».

Η έκθεση του UNEP έρχεται σε μια περίοδο που οι καταστροφές, όπως αυτή του τυφώνα Μέλισσα στην Καραϊβική, καταδεικνύουν ότι οι ανισότητες στην ανθεκτικότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών μεγαλώνουν. Χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, προειδοποιούν οι επιστήμονες, οι πιο ευάλωτες περιοχές του πλανήτη — από τα νησιά του Ειρηνικού μέχρι την υποσαχάρια Αφρική — θα συνεχίσουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κλιματικής κρίσης, αντιμετωπίζοντας απώλειες ζωών, υποδομών και φυσικών πόρων.

Η ανάγκη για δίκαιη και επαρκή χρηματοδότηση προσαρμογής θεωρείται πλέον κρίσιμη όχι μόνο για την επιβίωση των ευάλωτων κρατών, αλλά και για τη σταθερότητα του παγκόσμιου οικονομικού και κοινωνικού ιστού.

Διαβάστε ακόμη