Οι εκτεταμένοι δασμοί που έχει επιβάλει ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, αναμένεται να αυξήσουν το λειτουργικό κόστος, να διαταράξουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες και να αποδυναμώσουν τη δυναμική των επενδύσεων στον κλάδο πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2026, σύμφωνα με έκθεση της Deloitte που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.

Η ενεργειακή βιομηχανία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, ενώ υλικά που προέρχονται από το εξωτερικό – όπως μηχανήματα γεώτρησης, βαλβίδες, συμπιεστές και ειδικοί τύποι χάλυβα – αποτελούν βασικά στοιχεία των λειτουργιών της, σύμφωνα με το Reuters.

Οι αμερικανικοί δασμοί σε αυτά τα εξαρτήματα και άλλα κρίσιμα υλικά, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και ο χαλκός, ενδέχεται να αυξήσουν το κόστος υλικών και υπηρεσιών σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας κατά 4% έως 40%, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει τα περιθώρια κέρδους του κλάδου, σύμφωνα με την έκθεση.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβάλει δασμούς σε ένα ευρύ φάσμα εισαγωγών, μεταξύ των οποίων 10% έως 25% σε ακατέργαστες πρώτες ύλες που δεν καλύπτονται από τη Συμφωνία ΗΠΑ–Μεξικού–Καναδά και 50% σε χάλυβα, αλουμίνιο και χαλκό.

Οι δασμοί αναδιαμορφώνουν τις αγορές πετρελαίου και αερίου

Σύμφωνα με τη Deloitte, οι δασμοί αυτοί θα μπορούσαν να αναδιαμορφώσουν τη δομή κόστους του κλάδου πετρελαίου και φυσικού αερίου και να εντείνουν την αβεβαιότητα σχετικά με την προμήθεια πρώτων υλών.

Ο πληθωρισμός και η χρηματοοικονομική αβεβαιότητα που προκαλούνται από τους δασμούς ενδέχεται να αναβάλουν τελικές επενδυτικές αποφάσεις (FIDs) και νέα υπεράκτια έργα αξίας άνω των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το 2026 ή αργότερα.

Καθώς οι εισροές κόστους αυξάνονται και μετακυλίονται στην αλυσίδα αξίας μέσω αναπροσαρμογών τιμών, η Deloitte εκτιμά ότι οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου θα επαναδιαπραγματευτούν τα συμβόλαιά τους, ενσωματώνοντας ρήτρες αναπροσαρμογής (escalation) και ανωτέρας βίας (force majeure), ώστε να επιμεριστούν οι κίνδυνοι και να περιοριστεί η έκθεσή τους στη μεταβλητότητα.

Οι συνεχιζόμενες αναταράξεις μπορεί να ωθήσουν τις εταιρείες να δώσουν προτεραιότητα στην ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων έναντι της φθηνότερης προμήθειας, στρεφόμενες σε εγχώριους ή μη δασμολογημένους προμηθευτές, καθώς και στη χρήση ελεύθερων ζωνών εμπορίου ή επαναταξινόμησης δασμών για τη διαχείριση των επιβαρύνσεων, σύμφωνα με τη Deloitte.

«Η αλλαγή αυτή είναι σημαντική, δεδομένης της εξάρτησης των Ηνωμένων Πολιτειών από τις εισαγωγές, καθώς σχεδόν το 40% της ζήτησης για σωληνώσεις πετρελαϊκών γεωτρήσεων (OCTG) το 2024 καλύφθηκε από ξένες πηγές», σημειώνει η έκθεση.

Διαβάστε ακόμη