Η Google ανακοίνωσε ότι υπέγραψε την πρώτη εταιρική συμφωνία για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από αμερικανικό σταθμό παραγωγής ενέργειας με καύσιμο φυσικό αέριο, ο οποίος χρησιμοποιεί τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (Carbon Capture and Storage – CCS), στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής για την τροφοδοσία των data centers της στην περιοχή της μεσο-δυτικής Αμερικής. Η συμφωνία αυτή σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα στην προσπάθεια της εταιρείας να εξασφαλίσει καθαρή και σταθερή ενέργεια, την ώρα που η ζήτηση για ηλεκτρισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξάνεται ραγδαία.

Όπως σχολιάζει το Reuters, η ανάπτυξη τεχνολογιών όπως η γενετική τεχνητή νοημοσύνη (generative AI) απαιτεί τεράστιες ποσότητες ενέργειας, γεγονός που δημιουργεί πίεση σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο που ήδη δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Αυτή η ενεργειακή πρόκληση έχει οδηγήσει σε μια σειρά από νέες συμφωνίες και επενδύσεις μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας, όπως η Google, για την ενίσχυση και διαφοροποίηση των πηγών ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ.

Οι «ηλεκτρικές» συμφωνίες της Google

Τα τελευταία χρόνια, η Google έχει συνάψει συμφωνίες για την προμήθεια ρεύματος από προηγμένους πυρηνικούς αντιδραστήρες, γεωθερμικές και υδροηλεκτρικές πηγές. Παράλληλα, συνεργάζεται με τον μεγαλύτερο διαχειριστή ηλεκτρικών δικτύων των ΗΠΑ, την PJM Interconnection, προκειμένου να επιταχυνθεί η σύνδεση νέων μονάδων παραγωγής ενέργειας στο δίκτυο που εξυπηρετεί τη μεγαλύτερη συγκέντρωση data centers στον κόσμο.

Η νέα συμφωνία αφορά έναν σταθμό παραγωγής ισχύος 400 μεγαβάτ που θα αναπτυχθεί στο Decatur του Ιλινόις από την ιδιωτική εταιρεία Low Carbon Infrastructure. Ο σταθμός θα χρησιμοποιεί φυσικό αέριο σε συνδυασμό με τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα, η οποία στοχεύει στη συγκράτηση περίπου 90% των εκπομπών CO₂ και την έγχυσή τους σε υπόγειους ταμιευτήρες. Η λειτουργία του προβλέπεται να ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 2030. Η Google δεν αποκάλυψε τους οικονομικούς όρους της συμφωνίας.

Σύμφωνα με τον Michael Terrell, επικεφαλής του τμήματος Advanced Energy της Google, η συγκεκριμένη τεχνολογία αποτελεί ένα κρίσιμο κομμάτι του παζλ για την επίτευξη καθαρής, σταθερής και αδιάλειπτης ενεργειακής παροχής. Όπως δήλωσε: «Εστιάζουμε έντονα στην προώθηση καινοτόμων τεχνολογιών καθαρής ενέργειας 24 ώρες το 24ωρο, και η δέσμευση άνθρακα είναι ένα σημαντικό μέρος αυτής της μετάβασης. Είναι μια τεχνολογία που ο κόσμος χρειάζεται».

Το έργο Broadwing, όπως ονομάζεται, θα κατασκευαστεί σε έναν ήδη υπάρχοντα βιομηχανικό χώρο που ανήκει στην εταιρεία Archer Daniels Midland (ADM), η οποία από το 2017 εφαρμόζει τεχνολογίες έγχυσης διοξειδίου του άνθρακα υπόγεια, στο πλαίσιο της παραγωγής αιθανόλης. Η ADM θα έχει επίσης τη δυνατότητα να αγοράζει ενέργεια από τον νέο σταθμό, ο οποίος αρχικά θα διοχετεύει ηλεκτρισμό στο δίκτυο.

Η Google και η Low Carbon Infrastructure σχεδιάζουν να επεκτείνουν τη συνεργασία τους με την ανάπτυξη επιπλέον εγκαταστάσεων δέσμευσης άνθρακα σε άλλες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς ωστόσο να έχουν γνωστοποιήσει συγκεκριμένες τοποθεσίες ή χρονοδιαγράμματα.

Google © Unsplash

Η μηχανή αναζήτησης της Google © Unsplash

Στήριξη στην τεχνολογία CCS

Η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS) έχει λάβει ισχυρή υποστήριξη από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA) και τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), οι οποίοι τη θεωρούν απαραίτητη για τη μείωση των εκπομπών από την ηλεκτροπαραγωγή με ορυκτά καύσιμα και τη βαριά βιομηχανία. Ωστόσο, οι επικριτές επισημαίνουν ότι η τεχνολογία αυτή παραμένει κοστοβόρα, δύσκολη στην ευρεία εφαρμογή και με αμφίβολη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα.

Για την Google, η συμφωνία αυτή εντάσσεται στη μακροπρόθεσμη στρατηγική της για επίτευξη μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος μέχρι το 2030, στόχος που περιλαμβάνει την προμήθεια καθαρής ενέργειας σε όλα τα data centers και γραφεία της παγκοσμίως. Καθώς η τεχνητή νοημοσύνη και οι ψηφιακές υπηρεσίες της εταιρείας συνεχίζουν να αναπτύσσονται με ταχύ ρυθμό, η ανάγκη για βιώσιμες ενεργειακές λύσεις καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ.

Η νέα συνεργασία στο Decatur, λοιπόν, δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη ενεργειακή συμφωνία, αλλά ένα σημαντικό πείραμα για το πώς η τεχνολογία και η βιομηχανία μπορούν να συνυπάρξουν με τρόπους που μειώνουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, διατηρώντας παράλληλα την ενεργειακή επάρκεια που απαιτεί η ψηφιακή εποχή.

Διαβάστε ακόμη