Η Κίνα έχει ξεκινήσει την κατασκευή ενός γιγαντιαίου υδροηλεκτρικού έργου στο σεισμογενές άκρο του Θιβετιανού Οροπεδίου, ένα εντυπωσιακό τεχνικό εγχείρημα που αποτελεί κεντρικό στοιχείο της διαρκούς αποστολής του Πεκίνου να επιτύχει αυτάρκεια σε κρίσιμους τομείς όπως η ενέργεια. Η εγκατάσταση, κόστους 167 δισ. δολαρίων, θα απαιτήσει διάνοιξη σηράγγων που διαπερνούν ψηλά βουνά, αξιοποιώντας την ισχύ ενός ποταμού που κατεβαίνει απότομα μέσα από το βαθύτερο —και πιθανώς μακρύτερο— φαράγγι του πλανήτη. Αν οι σχεδιαστές του πετύχουν, παραβλέποντας τις αντιρρήσεις γειτονικών χωρών, το έργο θα μπορούσε να παράγει τριπλάσια ισχύ από το μεγαλύτερο υδροηλεκτρικό φράγμα στον κόσμο, το κινεζικό Φράγμα των Τριών Φαραγγιών, το οποίο επαρκεί για την τροφοδοσία περίπου 40 εκατ. νοικοκυριών.

Το εγχείρημα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποφασιστικότητας της Κίνας να καταστεί αυτάρκης σε τομείς εθνικής σημασίας —από την τεχνολογία έως τα τρόφιμα— μια πολυετής προσπάθεια που εντάθηκε με την όξυνση της αντιπαλότητας με τις ΗΠΑ. Το 2023, η Κίνα εισήγαγε σχεδόν το ένα τέταρτο της ενεργειακής της κατανάλωσης, ένα ποσοστό εξάρτησης που το Πεκίνο προσπαθεί να μειώσει.

Το ακριβότερο έργο υποδομής στον κόσμο

Όπως αναφέρει η Wall Street Journal, το σχέδιο, που προορίζεται να είναι το ακριβότερο έργο υποδομής στον κόσμο, αναμένεται να ενισχύσει την προβληματική κινεζική οικονομία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και οικονομική δραστηριότητα σε μια απομακρυσμένη και ευαίσθητη περιοχή όπου το Πεκίνο επιδιώκει να καλλιεργήσει την αφοσίωση του τοπικού θιβετιανού πληθυσμού. Ένα προγραμματισμένο δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης, κόστους 7 δισ. δολαρίων, θα μεταφέρει την ηλεκτρική ενέργεια από το Θιβέτ στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ, οικονομικό κέντρο της νοτιοανατολικής Κίνας, καθώς και στο Χονγκ Κονγκ και το Μακάο.

Ωστόσο, το έργο στον ποταμό Γιαρλούνγκ Τσανγκπό έχει προκαλέσει κατηγορίες ότι θα δώσει στο Πεκίνο τη δυνατότητα να ελέγχει πόρους πέρα από τα σύνορά του, καθώς ο ποταμός ρέει προς τη βορειοανατολική Ινδία και στη συνέχεια προς το Μπανγκλαντές. Έχουν επίσης εκφραστεί φόβοι για περιβαλλοντική ζημιά και πιθανές καταστροφές σε μια ορεινή και έντονα σεισμογενή περιοχή μεγάλης βιοποικιλότητας, όπου ζουν σπάνιοι πίθηκοι και περισσότερα είδη μεγάλων αιλουροειδών —από λεοπαρδάλεις του χιονιού έως τίγρεις της Βεγγάλης— από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.

Η Κίνα δεν έχει αποκαλύψει πλήρεις λεπτομέρειες, αλλά φαίνεται ότι η σχεδίαση αποφεύγει τις παγίδες αρχικών προτάσεων, οι οποίες περιλάμβαναν ακόμη και τη χρήση πυρηνικών εκρήξεων για τη διάνοιξη της διαδρομής. Το έργο δεν βασίζεται πιθανότατα σε ένα τεράστιο φράγμα αλλά σε διάνοιξη βαθιών σηράγγων που ξεκινούν πάνω και καταλήγουν κάτω από το Μεγάλο Φαράγγι του Γιαρλούνγκ Τσανγκπό, παρακάμπτοντας μια καμπή σε σχήμα U που κατεβαίνει σχεδόν 3.200 μέτρα κάθετα σε πάνω από 480 χλμ. Στα άκρα των σηράγγων θα τοποθετηθούν φράγματα, ενώ το διοχετευόμενο νερό θα κινεί τουρμπίνες.

Ο πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ εγκαινίασε το έργο τον περασμένο μήνα, αποκαλώντας το «έργο του αιώνα». Οι ειδικοί εκτιμούν ότι υιοθετεί τον σχεδιασμό «run-of-the-river», αξιοποιώντας τη ροή του νερού χωρίς εκτεταμένη αποθήκευση.

Το έργο θα κατασκευαστεί σε μια ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή

Μεγαλύτερη ανησυχία αποτελεί η τοποθεσία σε ζώνη με ιστορικό ισχυρών σεισμών. Το 1950, σεισμός μεγέθους 8,6 Ρίχτερ με επίκεντρο περίπου 80 χλμ. βορειοδυτικά της εισόδου του ποταμού στην Ινδία σκότωσε πάνω από 4.500 ανθρώπους και προκάλεσε εκατοντάδες κατολισθήσεις. Το Φράγμα των Τριών Φαραγγιών, που ολοκληρώθηκε το 2006, δημιούργησε ταμιευτήρα 640 χλμ. και εκτόπισε 1,3 εκατ. κατοίκους. Σε αντίθεση με την κριτική που είχε δεχθεί εκείνο το έργο, το νέο σχέδιο συναντά λιγότερη αντίσταση, γεγονός που δείχνει την αυξημένη εμπιστοσύνη του Πεκίνου στις δυνατότητές του.

Ωστόσο, από την άλλη πλευρά των συνόρων, ο πρωθυπουργός της ινδικής πολιτείας Αρουνατσάλ Πραντές, Πέμα Κχάντου, το χαρακτήρισε «υδάτινη βόμβα» που μπορεί να απειλήσει τους κατοίκους, ενώ η Ινδία σχεδιάζει δικό της μεγαφράγμα στον ποταμό για να ελέγχει τη ροή. Η Κίνα διεκδικεί την Αρουνατσάλ Πραντές ως «Νότιο Θιβέτ», και οι σχέσεις της με την Ινδία είναι ήδη τεταμένες λόγω εδαφικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένης μιας θανατηφόρας σύγκρουσης το 2020. Δεν υπάρχει συμφωνία διαχείρισης του ποταμού μεταξύ Κίνας, Ινδίας και Μπανγκλαντές.

Το Πεκίνο απορρίπτει την κριτική, υποστηρίζοντας ότι το έργο θα επιταχύνει την ανάπτυξη καθαρής ενέργειας, θα βελτιώσει τη ζωή των κατοίκων και θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα, στην περιοχή όπου το Θιβέτ συναντά την επαρχία Σιτσουάν, κατασκευάζονται ήδη δεκάδες φράγματα στον άνω ρου του ποταμού Γιανγκτσέ, ενώ ο ποταμός Γιαρλούνγκ Τσανγκπό παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτος.

Το 2022, Κινέζοι υδρολόγοι υπολόγισαν ότι ο ποταμός παρήγαγε μόλις το 2% της δυναμικής του. Θιβετιανοί εξόριστοι στην Ινδία εκφράζουν ανησυχίες, καθώς κάποια έργα έχουν ήδη προκαλέσει διαμαρτυρίες, όπως το φράγμα Γιεμπατάν, που θα πλημμυρίσει χωριά και ιστορικά μοναστήρια. «Όταν συμβεί μια καταστροφή, οι ντόπιοι Θιβετιανοί θα υποστούν τις συνέπειες», λέει η ερευνήτρια περιβάλλοντος Λόμπσανγκ Γιανγκτσό.

Διαβάστε ακόμη