Την έντονη απογοήτευσή του για την εμπορική συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ εξέφρασε ο επικεφαλής της γερμανικής RWE, Μάρκους Κρέμπερ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Handelsblatt. Ο ισχυρός άνδρας της RWE θεωρεί εντελώς ανεδαφικά τα μεγέθη της συμφωνίας, η οποία προβλέπει πως η ΕΕ θα αγοράσει αμερικανική ενέργεια αξίας 750 δισ. δολαρίων σε βάθος τριετίας. «Είναι εντελώς αδύνατο οι ΗΠΑ να αυξήσουν τις εξαγωγές ενέργειας σε σημαντικό βαθμό τα επόμενα τρία χρόνια. Δεν εξάγουν τόσο πολύ φυσικό αέριο», δήλωσε ο Κρέμπερ, ενώ πρόσθεσε πως η συμφωνία θα καταλήξει να οδηγήσει σε μια ανακατανομή των τωρινών εξαγωγών αμερικανικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, το οποίο δεν θα προσφέρει κάτι ιδιαίτερο στις ΗΠΑ, ούτε και στην Ευρώπη.
Παράλληλα, ο Μάρκους Κρέμπερ έκανε σαφές πως το εμπόριο μεταξύ ενεργειακών εταιρειών δεν καθορίζεται από πολιτικές αποφάσεις, αλλά από την αγορά και με κριτήρια κόστους. «Το από πού αγοράζουμε και που πουλάμε, το καθορίζει η αγορά», δήλωσε, για να συμπληρώσει πως αν αυτό αλλάξει τώρα, «τότε στο τέλος θα είναι πιο ακριβό για τους Ευρωπαίους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις». «Εργαζόμαστε με βάση την προσφορά και τη ζήτηση, πού είναι η πιο οικονομική επιλογή. Και πρέπει να παραμείνει έτσι», υπογράμμισε.
Αναφέρθηκε, επίσης, στην έλλειψη διαβούλευσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες. «Εμείς γνωρίζουμε μόνο τα βασικά σημεία, τα οποία έχουν γίνει δημοσίως γνωστά. Μέχρι στιγμής η Επιτροπή δεν έχει μιλήσει για αυτό με την ομοσπονδιακή γερμανική κυβέρνηση ή με εμάς», ανέφερε χαρακτηριστικά. Μάλιστα, ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στον στρατηγικό παράγοντα της συμφωνίας. Θα ήταν λάθος, τόνισε, να εξαρτηθεί ενεργειακά η ΕΕ από τις ΗΠΑ, η οποία παλεύει να απεξαρτηθεί από τη Ρωσία. Αξίζει να σημειωθεί πως για να ικανοποιηθούν οι όροι της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, θα πρέπει η ευρωπαϊκή πλευρά να υπερτριπλασιάσει τις εισαγωγές ενέργειας από αμερικανικές εταιρείες.
Πέραν της συμφωνίας ΕΕ – ΗΠΑ, ο επικεφαλής της RWE αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στο υδρογόνο. «Το υδρογόνο παραμένει ένας σημαντικός πυλώνας της ενεργειακής μετάβασης για εφαρμογές που δεν μπορούν να εξηλεκτριστούν. Το πρόβλημα είναι ότι κάνουμε τη ζωή μας και πάλι δύσκολη», δήλωσε. «Επειδή η υπερβολική ρύθμιση, με την οποία καθορίζεται τόσο το πράσινο όσο και το μπλε υδρογόνο κάνει τα πάντα απίστευτα ακριβά και αργά», εξήγησε.
Υπενθυμίζεται πως ο Μάρκους Κρέμπερ είχε επισκεφθεί πρόσφατα την Αθήνα και είχε συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς και με τον πρόεδρο και CEO της ΔΕΗ, Γιώργο Στάσση, και τον αναπληρωτή CEO και επικεφαλής της ΔΕΗ Ανανεώσιμες, Κωνσταντίνο Μαύρο. Η RWE αναπτύσσει σε σύμπραξη με τη ΔΕΗ (μέσω της κοινοπραξίας ΜΕΤΩΝ Ενεργειακή που έχουν συστήσει) φωτοβολταϊκά έργα συνολικής ισχύος 2 GW στη Βόρεια Ελλάδα. Ο Μάρκους Κρέμπερ στη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό είχε την ευκαιρία να συζητήσει μαζί του για την πορεία αυτών των επενδύσεων στη χώρα μας.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της RWE δεν είναι ο μόνος στην Ευρώπη που θεωρεί μη ρεαλιστική την εμπορική συμφωνία ΕΕ – ΗΠΑ. «Είμαστε απολύτως άφωνοι», σχολιάζει στη Handelsblatt πηγή από μεγάλη γερμανική ενεργειακή εταιρεία, αποτυπώνοντας το κλίμα αμηχανίας και απογοήτευσης που επικρατεί. Ταυτόχρονα, ένας εκ των μεγαλύτερων traders αμερικανικού LNG στην Ευρώπη αναρωτιέται: «Πώς, ακριβώς, αναμένεται να υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο;»
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως το 2024 η ΕΕ εισήγαγε ενεργειακά προϊόντα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο αγωγών, LNG, άνθρακα) συνολικής αξίας 438,6 δισ. δολαρίων. Από αυτά, μόνο τα 75,9 δισ. δολάρια αφορούσαν εισαγωγές από τις ΗΠΑ. Το ποσό αυτό απέχει κατά πολύ από τα 250 δισ. δολάρια ετησίως που προβλέπει η νέα συμφωνία. Ακόμα και εάν συμπεριληφθεί η πυρηνική ενέργεια στο ενεργειακό «πακέτο» –όπως φέρεται να επιθυμεί η ΕΕ– οι αριθμοί δεν δικαιολογούν το συνολικό ύψος της συμφωνίας. Ο σύμβουλος ενέργειας Walter Boltz εκτιμά ότι «η συνολική αξία ουρανίου που απαιτείται για τον εφοδιασμό όλων των πυρηνικών σταθμών της Ευρώπης κυμαίνεται μεταξύ 10 και 15 δισ. ευρώ ετησίως». Επιπλέον, η ίδια η Ουάσινγκτον εξαρτάται εν μέρει από ρωσικές εισαγωγές ουρανίου, οπότε η δυνατότητά της να αυξήσει τις εξαγωγές είναι περιορισμένη.
Τα ερωτήματα γύρω από τη συμφωνία που έκλεισε η ΕΕ παραμένουν πολλά και αναπάντητα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου η Ένωση προσπαθεί με κάθε τρόπο να μειώσει το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις της προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα. Το σίγουρο είναι πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κληθεί το επόμενο διάστημα να δώσει εξηγήσεις στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά γύρω από τον τρόπο εφαρμογής της συμφωνίας. Τότε ίσως να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο που έχει δημιουργηθεί αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη.
Διαβάστε ακόμη