Σε ένα ηχηρό πισωγύρισμα που θέτει υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια της «πράσινης» στροφής του παγκόσμιου επιχειρείν, δεκάδες από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου εγκαταλείπουν ή επαναδιατυπώνουν προς τα κάτω τις φιλόδοξες δεσμεύσεις τους για το κλίμα. Από τους γίγαντες της πετρελαϊκής βιομηχανίας έως τις κορυφαίες αεροπορικές και χρηματοπιστωτικές εταιρείες, το Bloomberg αποκαλύπτει ένα κύμα υποχωρήσεων που, εάν εδραιωθεί, ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τον πλανήτη, σε μια περίοδο που η ανάγκη για κλιματική δράση γίνεται πιο επείγουσα από ποτέ.

Στον τομέα του πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι μεγάλες εταιρείες δίνουν ηχηρό σήμα υποχώρησης. Η ExxonMobil, που το 2018 διαφήμιζε τη φιλοδοξία της να παράγει 10.000 βαρέλια βιοκαυσίμου από φύκη ημερησίως έως το 2025, εγκατέλειψε διακριτικά τον στόχο της τον Φεβρουάριο του 2023, σταματώντας τη χρηματοδότηση σε σχετικά ερευνητικά έργα. «Τα φύκη χρειάζονται ακόμα δουλειά», δήλωσε χαρακτηριστικά ο διευθυντής στρατηγικής κλίματος της εταιρείας, Vijay Swarup.

Η BP, η οποία το 2020 δεσμευόταν για μείωση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων κατά 40% μέχρι το 2030, όχι μόνο υπαναχώρησε, αλλά το 2025 εγκατέλειψε πλήρως τον στόχο της. Ο νέος CEO, Murray Auchincloss, δήλωσε ότι η εταιρεία είχε προχωρήσει «πολύ μακριά, πολύ γρήγορα», ανακοινώνοντας νέα αύξηση των επενδύσεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Αντίστοιχα, η Equinor της Νορβηγίας πήρε πίσω τη δέσμευσή της να επενδύει περισσότερα σε ΑΠΕ παρά σε ορυκτά καύσιμα έως το 2030, επικαλούμενη την «ανομοιογενή πορεία της ενεργειακής μετάβασης».

Ακόμη και στην Ιαπωνία, η Eneos Holdings, η οποία το 2023 προέβλεπε παραγωγή 4 εκατομμυρίων τόνων υδρογόνου μέχρι το 2040, ανακάλεσε τον στόχο της μόλις δύο χρόνια αργότερα, με τον CEO Tomohide Miyata να σημειώνει ότι η μετάβαση σε μια ουδέτερη σε άνθρακα κοινωνία «φαίνεται να επιβραδύνεται». Παρόμοια στάση κράτησε και η Shell, η οποία το 2024 ακύρωσε τον στόχο της για μείωση της έντασης άνθρακα της ενέργειας που πωλεί κατά 45% έως το 2035, επικαλούμενη την «αβεβαιότητα στον ρυθμό της ενεργειακής αλλαγής».

Οι τραπεζικοί κολοσσοί δεν μένουν πίσω. Η HSBC, που το 2020 είχε δεσμευθεί για ουδετερότητα εκπομπών έως το 2030, μετέθεσε τον στόχο για το 2050. Η Wells Fargo, η οποία μιλούσε για τον τερματισμό των εκπομπών που σχετίζονται με τα δάνειά της μέχρι το 2050, εγκατέλειψε το σχέδιο «πρασίνισμα» του χαρτοφυλακίου της, δηλώνοντας πως θα προσαρμοστεί στις «επιλογές των πελατών της». Η Royal Bank of Canada έθεσε στο ράφι το φιλόδοξο σχέδιο χρηματοδότησης βιώσιμων έργων ύψους 500 δισ. καναδικών δολαρίων έως το 2025, επικαλούμενη μεταβολές στο ρυθμιστικό πλαίσιο και τις βιομηχανικές πρακτικές. Η UBS, μετά την εξαγορά της Credit Suisse, μετακίνησε την ημερομηνία επίτευξης μηδενικών εκπομπών από το 2025 στο 2035.

Η υποχώρηση είναι εξίσου εμφανής στον τομέα των μεταφορών. Η Delta Air Lines, που το 2020 είχε ανακοινώσει επένδυση 1 δισ. δολαρίων για να γίνει ουδέτερη ως προς τις εκπομπές, ανακάλεσε το 2022 τις αξιώσεις της περί ουδετερότητας μετά από κριτική για την εκτενή χρήση offsets. Η Air New Zealand μείωσε τον στόχο της για μείωση 16% των εκπομπών έως το 2030, επικαλούμενη καθυστερήσεις στην ανανέωση στόλου. Η FedEx, που σχεδίαζε να έχει το 50% των νέων της φορτηγών ηλεκτρικά έως το 2025, δήλωσε το 2024 ότι δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί, λόγω τεχνικών περιορισμών.

Στο λιανικό εμπόριο, η Walmart ανακοίνωσε ότι μάλλον θα αποτύχει στους στόχους μείωσης εκπομπών 35% έως το 2025 και 65% έως το 2030, επικαλούμενη την απουσία «οικονομικά βιώσιμων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών». Η Tractor Supply, πέρα από την απόσυρση της δέσμευσής της για ουδετερότητα άνθρακα μέχρι το 2040, προχώρησε και στην κατάργηση των πρωτοβουλιών της για πολυμορφία και ισότητα, λέγοντας πως «άκουσε τα παράπονα των πελατών».

Η Amazon, που είχε θέσει το φιλόδοξο σχέδιο “Shipment Zero” για την επίτευξη 50% μηδενικών εκπομπών στις παραδόσεις έως το 2030, ακύρωσε τον στόχο το 2023. Αντικαταστάθηκε από μια γενική δέσμευση για πλήρη απανθρακοποίηση έως το 2040, με την εταιρεία να εξηγεί ότι «δεν έχει νόημα να υπάρχει ξεχωριστός στόχος για τις παραδόσεις».

Ακόμα και στον τομέα των τροφίμων και ποτών, οι «πράσινες» δεσμεύσεις αποδυναμώνονται. Η Coca-Cola, η οποία παράγει πάνω από 137 δισ. πλαστικά μπουκάλια ετησίως, υποσχέθηκε το 2021 μείωση κατά 3 εκατ. τόνους στην παρθένα χρήση πλαστικού έως το 2025. Τον Δεκέμβριο του 2024, όχι μόνο δεν είχε μειώσει, αλλά είχε αυξήσει τη χρήση πλαστικού, εγκαταλείποντας τον στόχο. Η JBS, ο μεγαλύτερος παραγωγός κρέατος παγκοσμίως, είχε υποσχεθεί το 2021 πλήρη απανθρακοποίηση έως το 2040, αλλά στις αρχές του 2025 εκπρόσωπός της παραδέχθηκε ότι «ο στόχος δεν ήταν ποτέ υπόσχεση». Η PepsiCo, τέλος, μετακίνησε τη δική της δέσμευση για καθαρές μηδενικές εκπομπές από το 2040 στο 2050, εξαιτίας «εξωτερικών παραγόντων και αναπτυξιακών προκλήσεων».

Η εικόνα που σκιαγραφεί το Bloomberg είναι σαφής: μια ευρεία τάση εγκατάλειψης των εταιρικών κλιματικών δεσμεύσεων σε όλους τους βασικούς τομείς της οικονομίας. Η επιστροφή σε πιο “ρεαλιστικές” τοποθετήσεις, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι οι CEO, συμπίπτει με οικονομικές πιέσεις, καθυστερήσεις στην πρόοδο της πράσινης τεχνολογίας και αντιδράσεις καταναλωτών. Όμως η πραγματικότητα της κλιματικής κρίσης δεν συγχωρεί. Καθώς ο πλανήτης πλησιάζει επικίνδυνα σε κρίσιμα σημεία ανατροπής, η ευκολία με την οποία καταρρέουν οι μεγάλες εταιρικές δεσμεύσεις εγείρει βαθιά ερωτήματα για το εάν η παγκόσμια οικονομία είναι πραγματικά έτοιμη να αντιμετωπίσει την πρόκληση.