Η Βόρεια Μακεδονία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την υλοποίηση ενός στρατηγικού έργου κατασκευής δύο υδροηλεκτρικών σταθμών, των Τσέμπρεν (Čebren) και Γκάλιστε (Galište), με εκτιμώμενη επένδυση ύψους 1,2 έως 1,3 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό Χρίστιαν Μίτσκοσκι. Ο διαγωνισμός για την κατασκευή του αντλησιοταμιευτικού σταθμού Τσέμπρεν είχε ακυρωθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση στις αρχές του 2024, αναφέρει το Balkan Green Energy News.
Η κατασκευή των δύο σταθμών προγραμματίζεται να χρηματοδοτηθεί μέσω δανείου από το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός, επισημαίνοντας ότι έχουν εξασφαλιστεί κεφάλαια για αρκετά κυβερνητικά έργα, τόσο μέσω δανεισμού όσο και μέσω ιδιωτικών επενδύσεων. Στην προηγούμενη προκήρυξη, το έργο Τσέμπρεν προβλεπόταν να έχει ισχύ 333 MW, με δυνατότητα προσθήκης μονάδας φτάνοντας τα 458 MW.
Ο Μίτσκοσκι χαρακτήρισε το έργο στρατηγικής σημασίας και διευκρίνισε ότι δεν θα ολοκληρωθεί εντός της θητείας της παρούσας κυβέρνησης, καθώς πρόκειται για επένδυση πολλών δεκαετιών. Η χρηματοδότηση θα προέλθει από κρατικά χαμηλότοκα δάνεια, αλλά και με ιδιωτικές επενδύσεις υπό όρους αγοράς. Παράλληλα, τα δύο φράγματα αναμένεται να συμβάλουν στην άρδευση και στην τουριστική ανάπτυξη, ιδιαίτερα ενόψει των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
Ενίσχυση της ενεργειακής μετάβασης στη Βόρεια Μακεδονία
Η ανακοίνωση της Βόρειας Μακεδονίας για την επένδυση ύψους έως 1,3 δισ. ευρώ στην κατασκευή των υδροηλεκτρικών σταθμών Τσέμπρεν και Γκάλιστε σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή στην ενεργειακή στρατηγική της χώρας, καθώς ενισχύει τη μετάβαση προς καθαρές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το έργο, που αναμένεται να διαρκέσει δεκαετίες, όχι μόνο θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια και την ανθεκτικότητα απέναντι στην κλιματική αλλαγή, αλλά και θα τονώσει την τοπική οικονομία μέσα από άρδευση, τουρισμό και νέες επενδύσεις.
Παράλληλα, η χρηματοδότηση μέσω διεθνών συνεργασιών, όπως το βρετανικό δάνειο, υπογραμμίζει την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των ξένων εταίρων στη σταθερότητα και το επενδυτικό δυναμικό της χώρας. Η στρατηγική σημασία του έργου ενισχύεται από τη δυνατότητά του να λειτουργήσει ως μοντέλο για την πράσινη μετάβαση στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, προσελκύοντας περαιτέρω τεχνογνωσία και κεφάλαια στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Διαβάστε ακόμη