Καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται και τα καιρικά φαινόμενα γίνονται ολοένα και πιο ακραία, αναδύεται ένα νέο είδος «οικονομικής καταιγίδας» – μια καταιγίδα που θα μπορούσε να κλονίσει τις παγκόσμιες οικονομίες στα θεμέλιά τους. Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε από το think tank Bruegel, αποκαλύπτει πώς η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να ωθήσει πολλές χώρες σε μη βιώσιμα επίπεδα χρέους, προκαλώντας ενδεχομένως κρίσεις δημόσιου χρέους ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2040. Αν και οι πολιτικές προσαρμογής μπορούν να μετριάσουν τις επιπτώσεις, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση πανάκεια.

Οι ερευνητές εξέτασαν έξι χώρες – την Αυστραλία, τη Βραζιλία, τη Φινλανδία, την Ινδία, την Ιταλία και την Τανζανία – χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο που συνδυάζει την οικονομία και το κλίμα (RICE50+). Ανέπτυξαν δύο σενάρια: το πρώτο με μέτριες εκπομπές (SSP2-RCP4.5) και το δεύτερο με υψηλές εκπομπές και παγκόσμιο ανταγωνισμό (SSP3-RCP7.0) και ανέλυσαν πώς θα επηρεαστεί το ΑΕΠ των χωρών με βάση τις ζημιές που θα προκύψουν από αυτές τις εκπομπές.

Οι συνέπειες για το παγκόσμιο ΑΕΠ έως το 2100

Οι αριθμοί είναι απογοητευτικοί. Σύμφωνα με το πιο σοβαρό σενάριο, το παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά μέσο όρο κατά 28% από το 2030 έως το 2100 (αν και οι διαφορές μεταξύ των απωλειών στις διάφορες χώρες θα ήταν σημαντικές). Στη Βραζιλία, το ΑΕΠ θα μπορούσε να μειωθεί κατά 84%, ενώ στην Ινδία και την Τανζανία, η συρρίκνωση θα μπορούσε να είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Ακόμη και σχετικά προστατευμένα έθνη όπως η Αυστραλία και η Ιταλία αντιμετωπίζουν μείωση του ΑΕΠ κατά 56% και 32%, αντίστοιχα. Μόνο η Φινλανδία, κυρίως χάρη στη βόρεια θέση της γεωγραφικά προβλέπεται να δει οικονομικά κέρδη έως και +156% στο καλύτερο σενάριο κλιματικών οφελών.

Δημοσιονομική πίεση και αύξηση του κόστους δανεισμού

Ωστόσο, το ΑΕΠ αποτυπώνει μόνο τη μισή εικόνα. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιβαρύνουν σημαντικά τους εθνικούς προϋπολογισμούς – όχι μόνο μειώνοντας τα δημόσια έσοδα, αλλά και αυξάνοντας τις δαπάνες, κυρίως για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και την αποκατάσταση κατεστραμμένων υποδομών. Το αποτέλεσμα; Άνοδος του κόστους δανεισμού, απώλεια εμπιστοσύνης από τους επενδυτές και εντεινόμενη δημοσιονομική πίεση.

Ανάγκη για προσαρμογή: Επενδύσεις & στρατηγικές

Σε αυτό το πλαίσιο, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αποκτά κρίσιμο ρόλο. Θα μπορούσαν, άραγε, οι επενδύσεις στην προσαρμογή να περιορίσουν τόσο τις απώλειες του ΑΕΠ όσο και τον κίνδυνο χρέους; Το μοντέλο κάνει διάκριση μεταξύ τριών τύπων μέτρων: προληπτικών (όπως οι ανθεκτικές υποδομές και τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης), κατασταλτικών (π.χ. βοήθεια μετά από καταστροφές) και εκείνων που ενισχύουν την ικανότητα προσαρμογής (όπως η έρευνα, η τεχνολογία και η θεσμική ετοιμότητα). Στην περίπτωση της Βραζιλίας, οι κατάλληλες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να αποτρέψουν απώλειες ύψους έως και 15% του ΑΕΠ. Ωστόσο, το τίμημα είναι υψηλό: Το κόστος των παρεμβάσεων θα μπορούσε να φτάσει έως το 2,46% του ΑΕΠ της Βραζιλίας: α) 0,77% για προληπτικά μέτρα, β)0,47% για κατασταλτικά μέτρα, γ) 1,22% για μέτρα που ενισχύουν την ικανότητα προσαρμογής.

Ακόμη και με τα μέτρα προσαρμογής, η «ανάσα» που παίρνουν οι οικονομίες των χωρών είναι περιορισμένη. Στην περίπτωση της Ιταλίας, για παράδειγμα, η προσαρμογή μειώνει μεν το αναγκαίο πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,4% στο 3% του ΑΕΠ – όμως η διαφορά είναι μικρή και δεν αρκεί για να κάνει την κατάσταση πραγματικά διαχειρίσιμη. Στην Ινδία και τη Βραζιλία, παρά τις παρεμβάσεις, τα δημοσιονομικά περιθώρια παραμένουν στενά, με τα αναγκαία πλεονάσματα να ξεπερνούν το 3%, υποδηλώνοντας διαρκή δημοσιονομικό κίνδυνο.

Η κλιματική αλλαγή ως οικονομική πρόκληση

Το πραγματικό ερώτημα, όμως, είναι: ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό της προσαρμογής; Αν το κόστος καλυφθεί αποκλειστικά από το κράτος, τα οφέλη για τη μείωση του χρέους είναι περιορισμένα. Αντίθετα, όταν ο ιδιωτικός τομέας αναλαμβάνει μέρος του βάρους -ιδίως σε προληπτικές επενδύσεις όπως ανθεκτικές υποδομές- τα οφέλη για τη σταθερότητα του χρέους είναι πολύ μεγαλύτερα. Ωστόσο, η πλήρης μεταφορά του κόστους στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι ρεαλιστική για χώρες χαμηλού εισοδήματος όπως η Τανζανία, όπου η κρατική παρέμβαση είναι αναγκαία ακόμη και για τις πιο βασικές υποδομές ανθεκτικότητας.

Το συμπέρασμα είναι σαφές: η κλιματική αλλαγή δεν είναι μόνο μια περιβαλλοντική κρίση, είναι και βαθιά οικονομική πρόκληση, με σοβαρές προεκτάσεις για τη διεθνή δημοσιονομική σταθερότητα. Η δημοσιονομική και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα είναι πια, βαθιά, αλληλένδετες. Αν οι κυβερνήσεις θέλουν να αποφύγουν νέες παγίδες χρέους στο μέλλον, η πολιτική για το κλίμα πρέπει να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του οικονομικού σχεδιασμού άμεσα.

Διαβάστε ακόμη