Το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο στερείται δυνατοτήτων αποθήκευσης της πλεονάζουσας ενέργειας που παράγεται σε αιολικούς και ηλιακούς σταθμούς και η χώρα σκοπεύει να αυξήσει τις επενδύσεις στον τομέα αυτόν. Πρόσφατα εξασφάλισε 40 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αποθηκευμένη ενέργεια θα μπορούσε αργότερα να χρησιμοποιηθεί για κατανάλωση ή για τη διεξαγωγή επικουρικών υπηρεσιών για τους διαχειριστές του συστήματος, σύμφωνα με τον υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας Γιώργο Παπαναστασίου.

Σύμφωνα με το σχέδιο του κυπριακού υπουργείου, το κεντρικό σύστημα αποθήκευσης ενέργειας θα λειτουργεί από τον Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Κύπρου (ΔΣΜΚ). Ωστόσο, αυτό αντίκειται στους κανόνες της εσωτερικής αγοράς από την οδηγία 2019/944 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρική ενέργεια, οπότε απαιτούνται παρεκκλίσεις.

Όπως γράφει το Balkan Green Energy News, το υπουργείο πρέπει να υποβάλει αίτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για έγκριση, ανέφερε ο κ. Παπαναστασίου σε γραπτή απάντηση σε ερώτηση που τέθηκε από μέλος του κυπριακού κοινοβουλίου. Το αίτημα ολοκληρώθηκε και θα υποβληθεί σύντομα, πρόσθεσε.

Τον περασμένο Μάρτιο, ο ΔΣΜΚ προειδοποίησε ότι χωρίς συστημικές βελτιώσεις, η αύξηση του μεριδίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα τον ανάγκαζε να αποσυνδέει τις μονάδες αυτές συχνότερα.

Συγκεκριμένα, ο διαχειριστής του συστήματος μεταφοράς πραγματοποίησε 15λεπτες κυλιόμενες διακοπές για μία ώρα στις 18 Μαρτίου, προκαλώντας επικρίσεις. Εκείνη την εποχή, τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η δυσλειτουργία προκλήθηκε από ξαφνική συννεφιά, καθώς δεν αναμενόταν στην πρόβλεψη. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να αναπληρώσουν οι συμβατικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το έλλειμμα. Αντίθετα, η TSOC αποσύνδεσε ορισμένες μονάδες ηλιακής ενέργειας από το δίκτυο τον περασμένο Ιανουάριο, όταν η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα ήταν πολύ υψηλότερη από τη ζήτηση.

Ο εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας Σταύρος Σταυρινός δήλωσε στο κοινοβούλιο ότι θα χρειαστούν περαιτέρω περικοπές παραγωγής στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεδομένων των προβλημάτων που επηρεάζουν τους σταθμούς παραγωγής και τα συστήματα μεταφοράς και διανομής.