Σε σημαντική μείωση των τιμών ρεύματος και φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά προχώρησε η Αθήνα τον Απρίλιο του 2025, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του HEPI (Household Energy Price Index), που εκπονούνται από κοινού από τις αρχές ρύθμισης ενέργειας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας και τη συμβουλευτική VaasaETT. Η ελληνική πρωτεύουσα συγκαταλέγεται στις τέσσερις ευρωπαϊκές πόλεις με τις μεγαλύτερες μειώσεις τόσο στην ηλεκτρική ενέργεια (-8%) όσο και στο φυσικό αέριο (-9%), μαζί με την Κοπεγχάγη, τη Λευκωσία, τις Βρυξέλλες, τη Βέρνη και τη Σόφια. Η διπλή αυτή διάκριση επιβεβαιώνει τον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει η Αθήνα στη γενικότερη τάση αποκλιμάκωσης τιμών ενέργειας στην Ευρώπη, καθιστώντας την μια από τις πλέον «ωφελημένες» πρωτεύουσες του μήνα για τα νοικοκυριά.
Η αποκλιμάκωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποδίδεται αφενός στην αυξημένη παραγωγή από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και αφετέρου στη μείωση της ζήτησης λόγω εποχικότητας, καθώς τελείωσε η χειμερινή περίοδος θέρμανσης. Η πτώση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά τον Μάρτιο αντικατοπτρίστηκε άμεσα στα κυμαινόμενα τιμολόγια των προμηθευτών, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι συνδεδεμένα με την τιμή της προηγούμενης περιόδου. Αντίστοιχα, η μείωση 9% στο φυσικό αέριο στην Αθήνα σχετίζεται με την πτώση του ευρωπαϊκού δείκτη TTF τον Μάρτιο, πάνω στον οποίο στηρίζεται η τιμολόγηση των περισσότερων οικιακών συμβολαίων στην Ελλάδα.
Η εικόνα που διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνει τάση εξομάλυνσης των τιμών, με τις περισσότερες πρωτεύουσες να παρουσιάζουν σταθερότητα ή ελαφρές μειώσεις. Συνολικά, η μέση τιμή για το ρεύμα στην ΕΕ μειώθηκε κατά 2% σε σχέση με τον Μάρτιο, ενώ για το φυσικό αέριο η μείωση έφτασε επίσης το 2%, επιβεβαιώνοντας τη φθίνουσα τροχιά που ακολουθούν οι τιμές από την αρχή του 2025. Η πτώση συνδέεται με τη χαμηλότερη εποχική ζήτηση, την ενίσχυση των ΑΠΕ, αλλά και με τις διεθνείς εμπορικές εντάσεις που επηρεάζουν την ψυχολογία της αγοράς, όπως οι ανακοινώσεις περί επιβολής νέων δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες που τροφοδότησαν φόβους για επιβράδυνση της παγκόσμιας βιομηχανικής δραστηριότητας.
Σε χρονικό επίπεδο, ο δείκτης HEPI για το ηλεκτρικό ρεύμα (EUR-15) καταγράφει σταθερά μειωτική πορεία από το ρεκόρ των 298 μονάδων του Οκτωβρίου 2022, φθάνοντας στις 182 μονάδες τον Απρίλιο του 2025. Αντίστοιχη πορεία ακολουθεί και ο δείκτης για το φυσικό αέριο, ο οποίος από τις 345 μονάδες του Νοεμβρίου 2022 έχει πλέον υποχωρήσει στις 166.
Ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που κατέγραψαν ισχυρές μειώσεις στην ηλεκτρική ενέργεια περιλαμβάνονται η Κοπεγχάγη (-10%), η Λευκωσία (-10%), οι Βρυξέλλες (-8%), η Ρώμη (-7%), η Μαδρίτη (-6%), η Βιέννη (-5%), η Λισαβόνα (-4%), το Άμστερνταμ και η Λιουμπλιάνα (-3%), το Παρίσι και το Ελσίνκι (-2%) και το Λονδίνο, η Στοκχόλμη και το Ταλίν (-1%). Στον αντίποδα, μόλις τρεις πρωτεύουσες σημείωσαν αυξήσεις: το Όσλο (+9%), το Δουβλίνο (+2%) και η Ρίγα (+1%).
Ειδική μνεία αξίζει στο Όσλο, όπου οι τιμές ρεύματος έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα για μήνα Απρίλιο των τελευταίων 30 ετών, εξαιτίας της αύξησης τόσο στο κόστος ενέργειας όσο και στους σχετικούς φόρους. Αντίθετα, στην Κύπρο, η μείωση του ΦΠΑ από 19% σε 9% στο ρεύμα για 494.000 νοικοκυριά μείωσε τις τελικές τιμές κατά 10%, ενώ στη Δανία η εφαρμογή των θερινών δικτύων μεταφοράς από τον Απρίλιο συνέβαλε στη μείωση των λογαριασμών.
Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και στο φυσικό αέριο. Πέραν της Αθήνας, μειώσεις κατεγράφησαν στις Βρυξέλλες (-10%), στη Βέρνη (-9%), στη Σόφια (-8%), στη Ρώμη (-7%), στη Μαδρίτη και το Ταλίν (-6%), στο Βερολίνο (-4%), στη Βιέννη (-2%) και στο Άμστερνταμ και την Πράγα (-1%). Αύξηση σημειώθηκε μόνο σε τέσσερις πόλεις: Ρίγα (+6%), Λονδίνο (+2%), Δουβλίνο και Λισαβόνα (+1%). Η πτώση του ευρωπαϊκού δείκτη TTF –που υποχώρησε κατά 20% στις αρχές Απριλίου και σταθεροποιήθηκε λίγο πάνω από τα 30 €/MWh– αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα, ενώ ενισχυτικός παράγοντας για τη μείωση τιμών στην Ευρώπη είναι και η προσδοκία για μεγαλύτερη προσφορά LNG από τις ΗΠΑ λόγω περιορισμών στις εξαγωγές προς την Κίνα.
Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά μεταξύ των τιμών όταν εκφράζονται με όρους αγοραστικής δύναμης (PPS), καθώς έτσι αναδεικνύεται το πραγματικό βάρος για τον καταναλωτή. Με βάση αυτή τη μέτρηση, πόλεις όπως η Βουδαπέστη, η Βαλέτα και η Στοκχόλμη καταγράφουν τις χαμηλότερες τιμές ηλεκτρισμού, ενώ η Πράγα, το Βερολίνο, η Ρώμη και οι Βρυξέλλες συγκαταλέγονται στις ακριβότερες. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει ότι πέρα από τις απόλυτες τιμές, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με βάση την ευρύτερη οικονομική πραγματικότητα κάθε χώρας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σύνθεση του τελικού λογαριασμού. Στο ρεύμα, η ενέργεια αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο 50% της τιμής, η διανομή στο 28%, οι ενεργειακοί φόροι στο 8% και ο ΦΠΑ στο 14%. Στο φυσικό αέριο, η ενέργεια κατέχει το 51%, η διανομή το 23%, οι φόροι το 10% και ο ΦΠΑ το 16%. Οι αποκλίσεις όμως είναι έντονες: στη Νικοσία, το ενεργειακό κόστος αποτελεί το 79% της τιμής, ενώ στο Άμστερνταμ οι καταναλωτές λαμβάνουν επιστροφή φόρου ενέργειας, οδηγώντας σε αρνητικό ποσοστό φορολόγησης. Αντίστοιχα, στο Λουξεμβούργο και στο Βίλνιους εφαρμόζονται μηχανισμοί επιστροφών ή αντισταθμίσεων.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά και η σχέση μεταξύ σταθερών και κυμαινόμενων τιμολογίων. Πριν την κρίση, οι σταθερές τιμές ήταν συνήθως ευνοϊκότερες. Από το 2022, το τοπίο αντιστράφηκε με τις σταθερές τιμές να καθίστανται υψηλότερες λόγω της αβεβαιότητας. Τον Απρίλιο του 2025, όμως, το ενδιαφέρον των προμηθευτών για προσφορά σταθερών τιμολογίων επανέρχεται, με την μέση τιμή τους να φτάνει τα 29,97 c€/kWh έναντι 28,38 c€/kWh για τα κυμαινόμενα. Σε Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Κάτω Χώρες, οι σταθερές τιμές είναι και πάλι πιο συμφέρουσες για τους καταναλωτές.
Σε κάθε περίπτωση, το τοπίο των οικιακών τιμών ενέργειας στην Ευρώπη φαίνεται να επανέρχεται σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα, χωρίς όμως να λείπουν οι αστάθμητοι παράγοντες. Οι εξελίξεις στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις, οι γεωπολιτικές εντάσεις και η πορεία των ΑΠΕ θα καθορίσουν εάν η παρούσα αποκλιμάκωση θα παγιωθεί ή αν πρόκειται απλώς για μια προσωρινή ανάπαυλα.
Διαβάστε ακόμη