Το ενεργειακό κόστος αποτελεί πλέον έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα δείχνει πως στην Ελλάδα ελάχιστες επιχειρήσεις έχουν υλοποιήσει οργανωμένες δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας. Η εξοικονόμηση παραμένει χαμηλά στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων, ενώ ένα από τα βασικότερα εμπόδια είναι ο περιορισμένος βαθμός πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία και δανεισμό.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια, στη διάρκεια των έντονων διακυμάνσεων στις τιμές ενέργειας, οι περισσότερες επιχειρήσεις επέλεξαν να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος στα προϊόντα και στις υπηρεσίες τους. Ωστόσο, αυτή η επιλογή έχει πλέον εξαντλήσει τα όριά της, καθώς το σύνολο της αγοράς λειτουργεί υπό αυξημένες πιέσεις.
Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, το λειτουργικό κόστος έχει αυξηθεί σε όλους τους κλάδους δραστηριότητας: στο εμπόριο κατά 40,7%, στη μεταποίηση κατά 34% και στις υπηρεσίες κατά 42,1%. Τα στοιχεία αυτά αντικατοπτρίζουν τη διαρκή επιβάρυνση των ΜμΕ και καταδεικνύουν την ανάγκη για στρατηγικές λύσεις εξοικονόμησης ενέργειας.
Η ανάγκη για ουσιαστικά κίνητρα
Ειδικοί της αγοράς σημειώνουν ότι για να αλλάξει η εικόνα είναι αναγκαία η παροχή ουσιαστικών κινήτρων — χρηματοδοτικών, φορολογικών αλλά και θεσμικών — που θα ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε ενεργειακές παρεμβάσεις. Η έλλειψη δομημένης ενημέρωσης και καθοδήγησης αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα αποθάρρυνσης.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι ESCOs (Εταιρείες Παροχής Ενεργειακών Υπηρεσιών) θα μπορούσαν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρά το γεγονός ότι εδώ και περίπου 15 χρόνια προβλέπεται θεσμικά η δυνατότητα σύναψης συμβάσεων ενεργειακής απόδοσης, η χρήση τους παραμένει περιορισμένη. Οι συμβάσεις διακρίνονται σε δύο βασικούς τύπους:
- Σύμβαση Εγγυημένης Απόδοσης όπου η επιχείρηση ενεργειακών υπηρεσιών παρέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις εξοικονόμησης.
- Σύμβαση Διαμοιραζόμενου Οφέλους, όπου η αμοιβή της επιχείρησης ενεργειακών υπηρεσιών καθορίζεται με βάση το οικονομικό όφελος που προκύπτει από την ενεργειακή αναβάθμιση.
Οι συμβάσεις αυτές έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία σε δήμους. Ενδεικτικά, ο Δήμος Βάρης–Βούλας–Βουλιαγμένης έχει υπογράψει πενταετή σύμβαση αξιοποιώντας το έργο PRODESA, επιτυγχάνοντας μετρήσιμα αποτελέσματα και αποτελώντας παράδειγμα για άλλους ΟΤΑ. Παράλληλα, το πρόγραμμα «ΗΛΕΚΤΡΑ» έχει αναθερμάνει το ενδιαφέρον των δήμων για ενεργειακές παρεμβάσεις μέσω τέτοιων συνεργασιών.
Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα η διείσδυση παραμένει μικρή. Παρ’ όλα αυτά, στελέχη της αγοράς σημειώνουν ότι οι επιχειρήσεις που προχωρούν σε τέτοιες συμφωνίες βλέπουν γρήγορα αποτελέσματα, ειδικά όσες διαθέτουν παραγωγική δραστηριότητα, όπου η εξοικονόμηση ενέργειας έχει άμεσο και εμφανές αντίκτυπο στο κόστος λειτουργίας.
Στον χάρτη και οι πάροχοι ρεύματος για δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας
Τους τελευταίους μήνες, έντονη κινητικότητα καταγράφεται και από την πλευρά των παρόχων ενέργειας, οι οποίοι εξετάζουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα με επίκεντρο τις ενεργειακές υπηρεσίες. Δεν αποκλείεται στο μέλλον να δούμε συμβάσεις ενεργειακής απόδοσης που θα απευθύνονται ακόμη και σε οικιακούς καταναλωτές, είτε μέσω ESCOs είτε απευθείας μέσω των προμηθευτών ενέργειας.
Ένα πιθανό μοντέλο είναι η παροχή φωτοβολταϊκών συστημάτων ή άλλων ενεργειακών λύσεων ως «υπηρεσία», όπου ο πελάτης θα πληρώνει ένα σταθερό πάγιο. Με αυτόν τον τρόπο, οι καταναλωτές θα αποκτούν πρόσβαση σε τεχνολογίες που έως τώρα απαιτούσαν μεγάλο αρχικό κεφάλαιο, ενώ οι πάροχοι θα αναπτύσσουν νέα σταθερά έσοδα.
Η μετάβαση σε τέτοιες πρακτικές θα μπορούσε να μεταμορφώσει την ελληνική ενεργειακή αγορά, δημιουργώντας ένα νέο οικοσύστημα υπηρεσιών όπου η εξοικονόμηση, η ενεργειακή αποδοτικότητα και η παραγωγή καθαρής ενέργειας θα γίνουν μέρος της καθημερινής λειτουργίας επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Διαβάστε ακόμη
