Με κόστος λειτουργίας έως και 60% χαμηλότερο από εκείνο ενός λέβητα πετρελαίου ή φυσικού αερίου, απόσβεση μέσα σε λίγα χρόνια και πολυλειτουργικότητα, οι αντλίες θερμότητας κερδίζουν έδαφος ως η πιο ολοκληρωμένη λύση για θέρμανση, ψύξη και παραγωγή ζεστού νερού, προσφέροντας πολυλειτουργικότητα, οικονομία και ταχεία απόσβεση.

Όπως τονίζει η κα Ειρήνη Καραντίνα, Μηχανικός Βιομηχανικής Σχεδίασης και Παραγωγής στην εταιρεία Petros Blatzas S.A., οι αντλίες θερμότητας είναι πλέον μια τεχνολογικά ώριμη και οικονομικά βιώσιμη λύση για την ενεργειακή αναβάθμιση των ελληνικών κτιρίων. «Με σωστό σχεδιασμό, μελέτη και ρύθμιση, μπορούν να προσφέρουν υψηλή άνεση, χαμηλό λειτουργικό κόστος και ταχεία απόσβεση, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη μείωση των εκπομπών CO₂ και στην ενεργειακή αυτονομία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων».

Χαμηλό κόστος λειτουργίας

«Πρόκειται για μια τεχνολογία με πολύ υψηλή ενεργειακή απόδοση», σημειώνει η ίδια εξηγώντας ότι «για κάθε 1 kWh ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει, μια αντλία θερμότητας μπορεί να αποδώσει 2,5 έως και 4 ή και περισσότερες kWh θερμότητας. Αυτό σημαίνει πως το κόστος λειτουργίας μπορεί να είναι 40–60% χαμηλότερο σε σχέση με έναν λέβητα πετρελαίου ή φυσικού αερίου».

Η πολυχρηστικότητα του συστήματος – καθώς μπορεί να καλύψει τόσο τη θέρμανση τον χειμώνα όσο και την ψύξη το καλοκαίρι, αλλά και την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης – αυξάνει σημαντικά τη συνολική αποδοτικότητα της επένδυσης. «Ουσιαστικά πρόκειται για μια εγκατάσταση που δουλεύει 12 μήνες τον χρόνο, εξασφαλίζοντας μέγιστη αξιοποίηση του εξοπλισμού», σημειώνει η κα Καραντίνα.

Πού κυμαίνεται το κόστος της επένδυσης

Το αρχικό κόστος αγοράς και εγκατάστασης εξαρτάται από το μέγεθος και τον τύπο του συστήματος. Για μια τυπική κατοικία 80–140 m², το συνολικό κόστος κυμαίνεται μεταξύ 8.000 και 15.000 ευρώ, με το 60–75% να αφορά τον εξοπλισμό και το υπόλοιπο την εγκατάσταση και τις προσαρμογές. «Στους επαγγελματικούς χώρους το ποσό μπορεί να είναι υψηλότερο, αλλά και τα οφέλη πολύ μεγαλύτερα, ειδικά όταν υπάρχει συνεχής ζήτηση για θέρμανση ή ψύξη», επισημαίνει η κα Καραντίνα. Όπως εξηγεί, τα προγράμματα “Εξοικονομώ” και άλλες δράσεις ενεργειακής αναβάθμισης μπορούν να καλύψουν έως και 50–60% του κόστους. «Η επιδότηση μειώνει σημαντικά την αρχική επιβάρυνση, καθιστώντας την επένδυση πιο προσιτή για τα νοικοκυριά αλλά και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις».

Πότε γίνεται η απόσβεση

Η απόσβεση εξαρτάται από την τιμή της ενέργειας που αντικαθίσταται, τη χρήση του κτιρίου και το αν το σύστημα καλύπτει και ψύξη ή ζεστό νερό. «Σε μία κατοικία που αντικαθιστά λέβητα πετρελαίου, η επένδυση αποσβένεται συνήθως μέσα σε 3 έως 7 χρόνια», εξηγεί η κα Καραντίνα.

«Σε επαγγελματικούς χώρους όπως ξενοδοχεία, γυμναστήρια ή κέντρα ευεξίας, όπου η κατανάλωση είναι συνεχής, η απόσβεση μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και σε 2–5 χρόνια». Σημειώνεται ότι η εξοικονόμηση είναι μεγαλύτερη όταν η αντλία καλύπτει όλες τις ανάγκες όπως θέρμανση, ψύξη και ζεστό νερό χρήσης καθώς αυξάνεται ο χρόνος αποδοτικής λειτουργίας μέσα στο έτος.

Μείωση χρόνου απόσβεσης έως και 50% με φωτοβολταϊκά

Ο συνδυασμός των αντλιών θερμότητας με φωτοβολταϊκά αποτελεί τον πιο αποδοτικό τρόπο για να πετύχει κανείς ενεργειακή αυτονομία. «Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν τα φωτοβολταϊκά και καταναλώνεται απευθείας από την αντλία θερμότητας μειώνει θεαματικά το κόστος λειτουργίας», εξηγεί η κα Καραντίνα. «Έτσι, ο χρόνος απόσβεσης μπορεί να συντομευθεί κατά 20–50%, ανάλογα με την αυτοπαραγωγή και τη διαχείριση του φορτίου». Με αυτόν τον τρόπο, το σύστημα μπορεί να λειτουργεί με σχεδόν μηδενικό κόστος ενέργειας, προσφέροντας ταυτόχρονα θέρμανση, ψύξη και ζεστό νερό χωρίς εκπομπές ρύπων.

Πώς επηρεάζεται η εξοικονόμηση από τη θερμοκρασία

Η απόδοση μιας αντλίας θερμότητας εξαρτάται από τη θερμοκρασία του εξωτερικού αέρα. Σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, ο συντελεστής απόδοσης (COP) μειώνεται, ενώ σε ήπιες αυξάνεται. «Στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, οι χειμώνες είναι σχετικά ήπιοι, οπότε η μείωση της απόδοσης είναι περιορισμένη», εξηγεί η κα Καραντίνα. «Σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες, ο σωστός σχεδιασμός και η αντιστάθμιση εξασφαλίζουν σταθερή λειτουργία και υψηλή εποχική απόδοση (SCOP), διατηρώντας την εξοικονόμηση σε υψηλά επίπεδα όλο τον χρόνο».

Συντήρηση και διάρκεια ζωής

Οι αντλίες θερμότητας έχουν χαμηλές απαιτήσεις συντήρησης σε σύγκριση με τα συμβατικά συστήματα καύσης. «Αρκεί ένας ετήσιος τεχνικός έλεγχος για καθαρισμό φίλτρων, επιθεώρηση των εναλλακτών, έλεγχο πίεσης και των συστημάτων αποπάγωσης», σημειώνει η κα Καραντίνα. Το κόστος συντήρησης είναι ίσο ή μικρότερο από αυτό ενός λέβητα φυσικού αερίου ή πετρελαίου, καθώς δεν υπάρχουν υπολείμματα καύσης ή ανάγκη καθαρισμού καυστήρα. Η διάρκεια ζωής του εξοπλισμού μπορεί να ξεπεράσει τα 15–20 χρόνια, εφόσον η εγκατάσταση και η συντήρηση γίνονται σωστά.

Οι προκλήσεις σε ελληνικά κτίρια και οι τεχνικές προσαρμογές

Η εφαρμογή μιας αντλίας θερμότητας σε υπάρχον κτίριο δεν είναι πάντα απλή υπόθεση. Όπως εξηγεί η κα Καραντίνα, «οι περισσότερες αντλίες θερμότητας λειτουργούν βέλτιστα με χαμηλές θερμοκρασίες προσαγωγής (35–50°C), ενώ τα περισσότερα υφιστάμενα δίκτυα καλοριφέρ έχουν σχεδιαστεί για υψηλότερες θερμοκρασίες (70–80°C). Για να επιτευχθεί σωστή λειτουργία, συχνά απαιτούνται μεγαλύτερα σώματα, εγκατάσταση fan coils ή προσαρμογή του υδραυλικού κυκλώματος με αντιστάθμιση. Παράλληλα, η αναβάθμιση του κελύφους του κτιρίου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ΚΕΝΑΚ είναι κρίσιμη, καθώς μειώνει τις θερμικές απώλειες και επιτρέπει στην αντλία να λειτουργεί σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, αυξάνοντας την απόδοση».

Διαβάστε ακόμη