Η αγορά των ηλιακών θερμοσιφώνων δεν είναι καινούργια στην Ελλάδα. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 πολλά νοικοκυριά στη χώρα μας είχαν εγκαταστήσει στις στέγες τους αυτό το σύστημα, που εξοικονομεί χρήματα και ενέργεια. Το όφελος για ένα νοικοκυριό είναι σημαντικό, καθώς εκτιμάται ότι η εξοικονόμηση ενέργειας μπορεί να κυμανθεί από 40% έως 80%. Τα κόστη διαφέρουν ανάλογα με το υλικό και τη χωρητικότητα του συστήματος — άλλες ανάγκες έχει ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό και άλλες μια τετραμελής οικογένεια. Παράλληλα, στην Ελλάδα γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη και οι αντλίες θερμότητας, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για θέρμανση, ψύξη αλλά και για την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης. Συμφέρει όμως αυτή η επιλογή;
Όπως αναφέρει ο πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Παθητικού Κτιρίου, Στέφανος Παλλαντζάς, σε ανάρτησή του στο LinkedIn: «Ειδικά στην Ελλάδα, η επιλογή μιας αντλίας θερμότητας αποκλειστικά για ΖΝΧ (ζεστό νερό χρήσης) είναι ίσως η μεγαλύτερη ενεργειακή παρεξήγηση. Γιατί; Στη χώρα όπου ο ήλιος προσφέρει δωρεάν, άφθονη ενέργεια σχεδόν 300 ημέρες τον χρόνο, το να αγνοούμε τον κλασικό ηλιακό θερμοσίφωνα είναι παράδοξο. Ένας σωστά διαστασιολογημένος ηλιακός καλύπτει σχεδόν εξ ολοκλήρου τις ανάγκες ενός νοικοκυριού. Η ανάγκη για εφεδρική πηγή (το γνωστό “πάτημα” της ασφάλειας ρεύματος) είναι ελάχιστη, ίσως 10 με 20 ημέρες ετησίως. Το πρόβλημα, ωστόσο, γίνεται πολύ μεγαλύτερο όταν η ίδια αντλία που καλείται να δροσίσει το σπίτι το καλοκαίρι αναλαμβάνει ταυτόχρονα και την παραγωγή ΖΝΧ. Αυτό δημιουργεί σοβαρές συγκρούσεις στη λειτουργία, μειώνει την απόδοση ψύξης και συχνά οδηγεί σε συστήματα που τελικά δεν αποδίδουν βέλτιστα σε καμία από τις δύο λειτουργίες. Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο φαινόμενο της απόλυτης υπερβολής».
Παλλαντζάς: «Δεν είναι σπάνιο να βλέπουμε σε νέα σπίτια εγκαταστάσεις με τρεις αντλίες θερμότητας»
Ο κ. Παλλαντζάς επισημαίνει ακόμη: «Δεν είναι σπάνιο να βλέπουμε σε νέα σπίτια εγκαταστάσεις με τρεις (3!) αντλίες θερμότητας: μία για την ενδοδαπέδια θέρμανση, μία για τον κλιματισμό (ψύξη) με fan coils και μία τρίτη, συχνά με ενσωματωμένο μπόιλερ, αποκλειστικά για το ζεστό νερό. Αυτό δεν είναι ενεργειακή απόδοση· είναι αχρείαστη πολυπλοκότητα, τεράστιο κόστος επένδυσης και η συνταγή για υπερδιαστασιολογημένα συστήματα που ποτέ δεν θα κάνουν απόσβεση. Η λύση είναι δραματικά απλούστερη, ειδικά όταν ο σχεδιασμός γίνεται σωστά από την αρχή. Στα σύγχρονα, καλά μονωμένα κτίρια –και ιδιαίτερα στα παθητικά κτίρια (passive house)– οι ενεργειακές απαιτήσεις είναι τόσο χαμηλές που η λύση είναι αυτονόητη και δοκιμασμένη. Ένας ηλιακός θερμοσίφωνας: Καλύπτει το 95%+ του ζεστού νερού, σχεδόν δωρεάν. 1-2 απλές κλιματιστικές μονάδες (A/C): Αρκούν για να καλύψουν πλήρως τις ελάχιστες ανάγκες θέρμανσης και ψύξης ενός κτιρίου σχεδιασμένου με αρχές παθητικού σχεδιασμού».
Καταλήγει τονίζοντας: «Αυτός ο συνδυασμός δεν είναι απλώς επαρκής· είναι ανώτερος. Μειώνει δραστικά το κόστος κατασκευής, εξαλείφοντας την ανάγκη για πολύπλοκα υδραυλικά δίκτυα, πανάκριβα μηχανήματα και περιττές μελέτες. Ταυτόχρονα, εκμηδενίζει το κόστος χρήσης σε βάθος χρόνου. Η πραγματική οικολογία και η ουσιαστική οικονομία δεν προκύπτουν από την προσθήκη όλο και περισσότερων πολύπλοκων μηχανημάτων, αλλά από τον έξυπνο, λιτό σχεδιασμό που μειώνει τις απαιτήσεις στην πηγή τους».
Διαβάστε ακόμη
