«Η πυρηνική ενέργεια είναι η τεχνολογία που μπορεί να προχωρήσει χέρι-χέρι με τους υδρογονάνθρακες». Με αυτή τη φράση, ο Υπουργός Ενέργειας των Ηνωμένων Πολιτειών Κρις Ράιτ έστειλε σαφές μήνυμα από τη Σύνοδο της Διατλαντικής Συνεργασίας για την Ενέργεια (P-TEC), «κλείνοντας το μάτι» στην Ευρώπη και καλώντας την επί της ουσίας «να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι». Να στηρίξει δηλαδή την πυρηνική τεχνολογία ως συμπληρωματικό πυλώνα του ενεργειακού μείγματος της επόμενης δεκαετίας.
Η τοποθέτηση του Κρις Ράιτ έρχεται σε μια περίοδο που, σύμφωνα με τον Economist, καταγράφεται μια νέα «πυρηνική αισιοδοξία» διεθνώς. Η τάση αυτή αποδίδεται σε τρεις βασικές εξελίξεις: πρώτον, στην αυξανόμενη ανάγκη των κυβερνήσεων των δυτικών χωρών να εξασφαλίσουν σταθερή και ανεξάρτητη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας· δεύτερον, στη ραγδαία ζήτηση των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών για αξιόπιστη, χαμηλών εκπομπών ισχύ, που αναδεικνύει ξανά την πυρηνική ενέργεια ως «πράσινο συγγενή» των ανανεώσιμων πηγών· και τρίτον, στην εμφάνιση νέων επιχειρησιακών και χρηματοοικονομικών μοντέλων, τα οποία υπόσχονται να βελτιώσουν το δυσμενές μέχρι πρότινος οικονομικό προφίλ της τεχνολογίας. Όπως σημειώνει η Σαμά Μπιλμπάο ι Λεόν, επικεφαλής της World Nuclear Association, «αυτή τη φορά κάτι είναι διαφορετικό».
Και κάπως έτσι ο μακρύς χειμώνας των πυρηνικών δείχνει τα πρώτα σημάδια της άνοιξης. Η συζήτηση για το μέλλον της πυρηνικής ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και πέρα από αυτήν ανέδειξε μια κοινή ανησυχία αλλά και φιλοδοξία: πώς θα διασφαλιστεί ότι οι νέες επενδύσεις θα είναι βιώσιμες, χρηματοδοτικά εφικτές και κοινωνικά αποδεκτές. Από το βήμα της Συνόδου της Διατλαντικής Συνεργασίας για την Ενέργεια (P-TEC), άνθρωποι της αγοράς υποστήριξαν πως υπάρχουν κάποια κρίσιμα ζητήματα τα οποία πρέπει να ξεπεραστούν ώστε να αρχίσουν να συμμετέχουν περισσότερες χώρες στο πυρηνικό κλάμπ.
Για τον Υφυπουργό Ενέργεια της Πολωνίας, Wojciech Wrochna δύο είναι τα κρίσιμα στοιχήματα για την ανάπτυξη νέων πυρηνικών έργων. «Αν θέλουμε να χτίσουμε περισσότερα πυρηνικά εργοστάσια, πρέπει να τα κάνουμε ανταγωνιστικά», εξηγώντας ότι η επιτυχία ενός έργου, εντός προϋπολογισμού και χρονοδιαγράμματος, είναι καθοριστική για την προσέλκυση επενδύσεων. «Χρειαζόμαστε ένα επιτυχημένο έργο που να μπορούμε να δείξουμε στις αγορές, για να αποδείξουμε ότι ο κλάδος μπορεί να παραδώσει», υπογράμμισε. Η ίδια επισήμανε ότι η εμπιστοσύνη αυτή θα μεταφραστεί σε ευκολότερη και φθηνότερη χρηματοδότηση.
Ωστόσο, αναγνώρισε και τις προκλήσεις: «Είμαι πολύ χαρούμενη που βλέπω νέα πυρηνικά έργα να εμφανίζονται σε όλο τον κόσμο, αλλά αυτό φέρνει και μεγάλες προκλήσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά. Η μεγαλύτερη, όπως εξήγησε, αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. «Πρέπει να προσελκύσουμε καλά εκπαιδευμένους ανθρώπους, μηχανικούς, νέους επιστήμονες. Για χρόνια δεν είδαμε τόσα πυρηνικά έργα να ολοκληρώνονται επιτυχώς, και τώρα πρέπει να επιστρέψουμε στα πανεπιστήμια και να πείσουμε τους νέους να σπουδάσουν πυρηνική μηχανική, γιατί τους χρειαζόμαστε».
Στη συνέχεια, έθεσε και ένα τρίτο κρίσιμο θέμα: τη διαδικασία αδειοδότησης. «Η αδειοδότηση ήταν πάντα μια πρόκληση», είπε, «όμως με κάθε νέο έργο που εισέρχεται στο στάδιο υλοποίησης, γίνεται πιο εύκολη. Αυτό που χρειάζεται είναι συνεργασία μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών». Όπως υπογράμμισε, δεν είναι απαραίτητο κάθε χώρα να έχει τη δική της ξεχωριστή προσέγγιση. «Δεν χρειαζόμαστε ουγγρικό, ρουμανικό, πολωνικό, βρετανικό ή αμερικανικό τρόπο αδειοδότησης. Πρέπει να συνεργαστούμε. Οι εταιρείες που αναπτύσσουν σήμερα πυρηνικές τεχνολογίες έχουν δουλέψει με αυτά τα συστήματα για χρόνια».
Αναφερόμενος στα SMR (Small Modular Reactors), τόνισε ότι «δεν πρόκειται για νέα τεχνολογία, αλλά για τεχνολογία που απλώς έχει μικρότερη κλίμακα. Εργαζόμαστε με αντιδραστήρες βραστού ύδατος, όπως το X300, εδώ και χρόνια, και λειτουργούν με ασφάλεια σε όλο τον κόσμο. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε ξανά τον τροχό, ας συνεργαστούμε». Και πρόσθεσε: «Αν η αμερικανική NRC έχει ήδη αδειοδοτήσει τον αντιδραστήρα AP1000, μπορούμε να βασιστούμε στην εμπειρία και την ανάλυσή της».
Η ματιά των ΗΠΑ
Την ανάγκη για διασύνδεση και ανταλλαγή εμπειρίας μεταξύ ρυθμιστικών αρχών ενίσχυσε και η Aleshia Duncan, Deputy Assistant Secretary του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ (U.S. DOE), η οποία επισήμανε ότι η επιτυχία του επόμενου κύματος πυρηνικών έργων θα εξαρτηθεί από τη «γέφυρα» μεταξύ των παλαιότερων και των νέων στελεχών. «Έχουμε πολλούς “έμπειρους” ανθρώπους στον κλάδο, αλλά πρέπει να φροντίσουμε να υπάρξει καθοδήγηση, να μεταφερθεί η γνώση και ηγεσία στις νεότερες γενιές», είπε χαρακτηριστικά. «Η τεχνική κατάρτιση από μόνη της δεν αρκεί για να προετοιμάσει κάποιον να ηγηθεί στον πυρηνικό χώρο».
Η ίδια αναφέρθηκε και στη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις διακυβερνητικές συμφωνίες (IGAs), σημειώνοντας ότι «είναι κρίσιμο να μάθουμε πώς να τις κάνουμε σωστά, ώστε η διαδικασία έγκρισης να είναι κατανοητή και ομαλή». «Πρέπει να τελειοποιήσουμε το πλαίσιο, ώστε όταν μια χώρα φέρνει μια συμφωνία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η διαδικασία να είναι ξεκάθαρη», πρόσθεσε.
Από την πλευρά του, ο Cristian-Silviu Bușoi, Secretary of State στο Υπουργείο Ενέργειας της Ρουμανίας, υπογράμμισε ότι η χρηματοδότηση αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάπτυξη πυρηνικών έργων, όχι μόνο για τη Ρουμανία αλλά και για πολλές άλλες χώρες. «Πρέπει να βρούμε τις σωστές και σταθερές, μακροπρόθεσμες λύσεις», σημείωσε, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη σημασία της εκπαίδευσης και της ενίσχυσης της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ο Ρουμάνος αξιωματούχος στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη αύξησης της αποδοχής των πυρηνικών έργων από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τους πολιτικούς και –κυρίως– την κοινή γνώμη. «Αυτές οι επενδύσεις είναι σημαντικές και μακροπρόθεσμες», τόνισε. «Φέρνουν οφέλη, καθώς αποτελούν μια σταθερή, ανθεκτική πηγή ενέργειας που ενισχύει την ενεργειακή μας ασφάλεια και συμβάλλει στη μείωση των τιμών και την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας». Ωστόσο, προειδοποίησε ότι «τα πρώτα χρόνια θα έχουν κόστος». «Οι πυρηνικές επενδύσεις έχουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης από τα έργα φυσικού αερίου ή ακόμα και από τις ΑΠΕ», εξήγησε, επισημαίνοντας ότι «γι’ αυτό χρειάζονται μηχανισμοί στήριξης, όπως τα σχήματα κρατικών ενισχύσεων, τα contracts for difference (CfDs) και τα PPAs».
Ο Roger Martella, Chief Sustainability Officer της GE Vernova, υπογράμμισε πως η πρόκληση πλέον δεν είναι τεχνική, αλλά συντονιστική. «Μιλήσαμε για την εφοδιαστική αλυσίδα, την εναρμόνιση των κανονισμών, τη χρηματοδότηση και την αποδοχή από το κοινό. Αυτά είναι τα ζητήματα που πρέπει να λύσουμε», ανέφερε. Επεσήμανε ότι οι χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης αποτελούν «τα δύο πιο σημαντικά σημεία στον χάρτη του κόσμου» και ότι η λύση βρίσκεται στη συντονισμένη, θεσμική συνεργασία: «Ας μην κάνουμε αποσπασματικές κινήσεις.
Η Ευρώπη είναι ήδη αρκετά κατακερματισμένη. Αν επενδύσουμε χρόνο στη συνεργασία -Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και ιδιωτικός τομέας μαζί- μπορούμε να αναπτύξουμε κοινά πλαίσια για όλα: την εφοδιαστική αλυσίδα, τη χρηματοδότηση, την εναρμόνιση των ρυθμιστικών διαδικασιών και, κυρίως, τον τρόπο που επικοινωνούμε αυτή τη μετάβαση». Καταλήγοντας, πρόσθεσε πως «η συνεργασία δεν θα μας καθυστερήσει· αντιθέτως, θα μας επιταχύνει».
Η Aleshia Duncan, Deputy Assistant Secretary του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, έδωσε έμφαση σε δύο τομείς που, όπως είπε, θα βρεθούν στο επίκεντρο της συνεργασίας των επόμενων μηνών. «Όπως σωστά ανέφερε ο Roger, έχουμε καθορίσει τους βασικούς άξονες», είπε, «αλλά υπάρχει κι ένας ακόμη: το “back end” του κύκλου του καυσίμου». Εξήγησε ότι πολλές χώρες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να συνεργαστούν σε αυτόν τον τομέα, κάτι που θεωρεί «κρίσιμης σημασίας». Παράλληλα, έθεσε και το ζήτημα της αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης γύρω από την πυρηνική τεχνολογία και ειδικά για τα SMRs (Small Modular Reactors). «Υπάρχει τεράστια ευκαιρία να εργαστούμε από κοινού στην επικοινωνία και στη διάδοση ορθής πληροφόρησης», τόνισε, καλώντας τα κράτη να αξιοποιήσουν το δίκτυο συνεργασίας του P-TEC Nuclear Working Group, που συνεδριάζει εκ νέου αύριο.
Η στάση της Ελλάδας
Η Ελλάδα, ως χώρα-οικοδέσποινα της Συνόδου, παρακολουθεί στενά τις τοποθετήσεις των διεθνών παραγόντων της αγοράς και φαίνεται να αφουγκράζεται το μήνυμα της Ουάσιγκτον υπέρ της ενσωμάτωσης της πυρηνικής ενέργειας στο ευρωπαϊκό μείγμα. Παρ’ όλα αυτά, επιλέγει να κινηθεί με τον δικό της ρυθμό προσεκτικά, σταθερά, αλλά με σαφή πρόθεση να παραμείνει παρούσα στη διαμόρφωση των αποφάσεων που θα καθορίσουν τη νέα ενεργειακή αρχιτεκτονική της Ευρώπης.
Η παρουσία του Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νίκου Τσάφου, στη συνάντηση της “Nuclear Alliance” στο Λουξεμβούργο πριν λίγους μήνες σηματοδότησε την πρώτη επίσημη εμφάνιση της χώρας στο ευρωπαϊκό «τραπέζι» όπου χαράσσεται το μέλλον της πυρηνικής ενέργειας. Για πρώτη φορά, η Ελλάδα συμμετείχε –έστω ως παρατηρητής– στο “κλαμπ” των χωρών που προωθούν τον ρόλο των πυρηνικών τεχνολογιών στην ενεργειακή στρατηγική της ΕΕ, σε μια περίοδο όπου η συμμαχία αυτή κερδίζει έδαφος και πολιτική ισχύ μετά τα πρόσφατα ενεργειακά σοκ στην Ευρώπη.
Η Nuclear Alliance, το «κλαμπ» στο οποίο πλέον έχει στραμμένο το βλέμμα η ελληνική κυβέρνηση, αριθμεί 13 χώρες-μέλη και λειτουργεί ως άτυπη ομάδα πίεσης υπέρ της πυρηνικής ενέργειας. Στην ομάδα αυτή συμμετέχουν το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Ρουμανία, η Τσεχία, η Φινλανδία και η Σουηδία, ενώ τελευταίες προσθήκες είναι η Γερμανία και η Ιταλία. Μετά και το μπλακ άουτ στην Ιβηρική, η Συμμαχία έχει ενισχυθεί θεσμικά και πολιτικά, αναδεικνύοντας το μήνυμα της ενεργειακής ρεαλιστικότητας: ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να πετύχει κλιματική ουδετερότητα χωρίς πυρηνικά.
Η Ελλάδα αρχίζει να στρέφει το βλέμμα της προς τους Small Modular Reactors (SMRs), μια τεχνολογία που θεωρείται πολλά υποσχόμενη για την επόμενη φάση της ενεργειακής μετάβασης. Τα SMRs προσφέρουν ευελιξία στην εγκατάσταση, χαμηλότερες απαιτήσεις σε δίκτυα και προηγμένα συστήματα ασφαλείας, ενώ το μικρό τους μέγεθος τα καθιστά κατάλληλα για περιοχές με ανεπαρκείς ενεργειακές υποδομές. Η αρθρωτή κατασκευή τους επιτρέπει την παραγωγή σε βιομηχανικό περιβάλλον και τη συναρμολόγηση επί τόπου, μειώνοντας σημαντικά το κόστος και τον χρόνο ανάπτυξης. Παράλληλα, μπορούν να αξιοποιηθούν και πέρα από την ηλεκτροπαραγωγή, όπως σε αφαλάτωση, τηλεθέρμανση και βιομηχανικές διεργασίες, ενισχύοντας τον πολυδιάστατο ρόλο τους.
Σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή Παντελή Μπίσκα (ΑΠΘ, 28ο Συνέδριο ΙΕΝΕ), η ένταξη SMRs στο ελληνικό ενεργειακό μείγμα θα μπορούσε να επιφέρει ετήσια εξοικονόμηση κόστους φυσικού αερίου έως 657 εκατ. ευρώ και μείωση εκπομπών CO₂ με οικονομικό όφελος έως 1 δισ. ευρώ. Το βέλτιστο σενάριο διείσδυσης εκτιμάται στα 340 MW, με εσωτερικό ποσοστό απόδοσης (IRR) 12%, ποσοστό κρίσιμο για τη βιωσιμότητα του έργου. Ωστόσο, η τεχνολογία συνοδεύεται και από σημαντικά μειονεκτήματα: το υψηλό αρχικό κόστος (1,9–3,9 δισ. ευρώ), η πολύπλοκη αδειοδοτική διαδικασία, καθώς και οι προκλήσεις στη διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων παραμένουν εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Παρά τις δυσκολίες, η τεχνολογία των SMRs αντιμετωπίζεται ολοένα και περισσότερο ως ένα ρεαλιστικό και συμπληρωματικό εργαλείο για τη διασφάλιση ενεργειακής αυτονομίας και μείωσης των εκπομπών.
Πάντως σύμφωνα με τον Economist, η παγκόσμια αγορά μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων (SMR) αναδύεται ως μία από τις πιο υποσχόμενες επενδυτικές ευκαιρίες της επόμενης δεκαετίας. Αν και η τεχνολογία δεν έχει ακόμη αποδειχθεί πλήρως εμπορικά βιώσιμη, η προοπτική χαμηλότερων κεφαλαιουχικών δαπανών σε σύγκριση με τους μεγάλους αντιδραστήρες και η δυνατότητα ταχύτερης ανάπτυξης την καθιστούν εξαιρετικά ελκυστική. Ήδη περισσότερες από 120 εταιρείες διεθνώς δραστηριοποιούνται στην ανάπτυξη SMR, ενώ η τράπεζα Barclays εκτιμά ότι έως το 2050 η καθαρή πυρηνική ισχύς εκτός Κίνας και Ρωσίας θα αυξηθεί πάνω από 50%, ξεπερνώντας τα 450 GW. Από αυτά, τα SMR αναμένεται να αντιπροσωπεύουν το 40% έως 60% του συνόλου, διαμορφώνοντας μια αγορά που θα μπορούσε να ξεπεράσει το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.
Διαβάστε ακόμη
