Του Μιχάλη Χριστοδουλίδη, Διπλ. Μηχανολόγου Μηχανικού ΑΠΘ – Ενεργειακού Επιθεωρητή

Η ενεργειακή φτώχεια αποτελεί ένα από τα πλέον πιεστικά κοινωνικοοικονομικά ζητήματα της Ελλάδας. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ, περίπου το 19% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνουν ότι αδυνατούν να διατηρήσουν επαρκώς θερμαινόμενη την κατοικία τους, ενώ σχεδόν το 26% αντιμετωπίζει δυσκολίες στην αποπληρωμή λογαριασμών κοινής ωφελείας. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στα φτωχότερα νοικοκυριά, όπου σχεδόν το 50% καθυστερεί ή αδυνατεί να πληρώσει λογαριασμούς ενέργειας. Παράλληλα, το 26,1% του πληθυσμού βρίσκεται συνολικά σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, γεγονός που εντείνει τον κύκλο οικονομικής και ενεργειακής ανασφάλειας.

Η μείωση του δείκτη ενεργειακής φτώχειας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ένα συνεκτικό πλαίσιο επενδύσεων, κινήτρων και κοινωνικών παρεμβάσεων. Η πρώτη προτεραιότητα είναι η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος. Πάνω από το 55% των κατοικιών στην Ελλάδα έχουν κατασκευαστεί πριν το 1980, χωρίς ουσιαστική θερμομόνωση. Το πρόγραμμα «Εξοικονομώ», με δημόσια δαπάνη που ανέρχεται στα 432 εκατομμύρια ευρώ για τον νέο κύκλο 2025, στοχεύει να καλύψει μέρος αυτής της ανάγκης. Το επιλέξιμο κόστος αναβάθμισης φτάνει έως τις 25.000–35.000 ευρώ ανά κατοικία, με επιδοτήσεις που κυμαίνονται από 70% έως 100% για ευάλωτες ομάδες. Εφόσον επεκταθεί, το πρόγραμμα θα μπορούσε να καλύψει 400.000 κατοικίες μέχρι το 2030, με συνολικό δημόσιο κόστος που θα αγγίζει τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ. Η επένδυση αυτή θεωρείται οικονομικά αποδοτική, καθώς μπορεί να επιφέρει εξοικονόμηση ενέργειας κατά 30%–50% ανά κατοικία, μειώνοντας το ετήσιο ενεργειακό κόστος κάθε νοικοκυριού έως και 600 ευρώ. Έτσι, το κόστος αναβάθμισης αποσβένεται σε χρονικό διάστημα 5 έως 10 ετών, ενώ ταυτόχρονα περιορίζεται η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα.

Παράλληλα, η ενίσχυση των Ενεργειακών Κοινοτήτων μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό εργαλείο κοινωνικής πολιτικής. Μέσω του μηχανισμού ενεργειακού συμψηφισμού, οι πολίτες μπορούν να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και να μειώσουν έως και μηδενίσουν τους λογαριασμούς τους. Η δημιουργία 500 νέων κοινοτήτων έως το 2030, με μέσο επενδυτικό κόστος 1 εκατομμύριο ευρώ ανά έργο, θα απαιτούσε συνολική χρηματοδότηση 500 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά θα εξασφάλιζε ενεργειακή αυτάρκεια σε δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Οι επενδύσεις αυτές μπορούν να χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ, χωρίς επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση.

Ένα ακόμη κρίσιμο μέτρο είναι η αναθεώρηση των κοινωνικών τιμολογίων ενέργειας. Η σημερινή μορφή, που βασίζεται αποκλειστικά στο εισόδημα, χρειάζεται να συνδυαστεί με δείκτες ενεργειακής απόδοσης, γεωγραφικά δεδομένα και μέγεθος νοικοκυριού. Προτείνεται επίσης η μετατροπή των επιδομάτων θέρμανσης σε «επιδόματα εξοικονόμησης», ώστε τα χρήματα να επενδύονται σε πρακτικές λύσεις — όπως θερμομόνωση, αντλίες θερμότητας ηλιακούς θερμοσίφωνες, λαμπτήρες LED κλπ, δηλαδή με μακροπρόθεσμο όφελος. Ένα τέτοιο πρόγραμμα με μέσο επίδομα 800 ευρώ ανά δικαιούχο και συνολική κάλυψη 150.000 νοικοκυριών θα απαιτούσε ετήσια δαπάνη 120 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά θα οδηγούσε σε μόνιμη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και άρα μικρότερη ανάγκη μελλοντικών επιδοτήσεων.

Η εκπαίδευση και η ενημέρωση των πολιτών παίζουν επίσης ουσιαστικό ρόλο. Η δημιουργία περιφερειακών κέντρων ενεργειακής συμβουλευτικής, με ετήσιο κόστος λειτουργίας περίπου 2 εκατομμυρίων ευρώ πανελλαδικά, θα μπορούσε να εξοικονομήσει πολλαπλάσια ποσά μέσω καλύτερης αξιοποίησης προγραμμάτων και αποφυγής σπατάλης.

Επιπλέον, η σταδιακή εγκατάσταση έξυπνων μετρητών ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2030, με εκτιμώμενο συνολικό κόστος 1,8 ευρώ, θα επιτρέψει ακριβέστερη καταγραφή και διαχείριση της κατανάλωσης, διευκολύνοντας την εφαρμογή δυναμικών τιμολογίων και την αποφυγή υπερβολικών επιβαρύνσεων.

Η συνολική στρατηγική θα πρέπει να έχει σαφείς ποσοτικούς στόχους: μείωση του ποσοστού ενεργειακής φτώχειας από το σημερινό 19% σε κάτω από 10% μέχρι το 2030, με παράλληλη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας των κατοικιών κατά τουλάχιστον 30%. Οικονομικά, το κόστος εφαρμογής των παραπάνω πολιτικών μπορεί να φτάσει τα 8–9 δισεκατομμύρια ευρώ την επόμενη δεκαετία, αλλά το δημοσιονομικό όφελος —μέσω εξοικονόμησης ενέργειας, μείωσης εισαγωγών καυσίμων και αύξησης της απασχόλησης στον κλάδο των κατασκευών— αναμένεται να υπερβεί τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η ενεργειακή φτώχεια δεν είναι μόνο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και οικονομική ανεπάρκεια. Με στοχευμένες πολιτικές που συνδυάζουν επενδύσεις, εξοικονόμηση και τεχνολογική καινοτομία, η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει μια αδυναμία σε ευκαιρία: να μειώσει δραστικά το ενεργειακό βάρος των νοικοκυριών, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να προσεγγίσει ένα πιο βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο ενεργειακό μέλλον.

Διαβάστε ακόμη