*Του Δρ Ανδρέα Προκοπίου, πρώην Ανώτερου Ερευνητή στον τομέα των Έξυπνων Δικτύων, στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και ερευνητή στην Électricité de France R&D στη Γαλλία
Ο Αύγουστος είναι μήνας υψηλής ζήτησης ηλεκτρισμού. Ολόκληρη η χώρα λειτουργεί με κλιματιστικά στο φουλ για να αντέξει τη ζέστη, και θα περίμενε κανείς ότι σε τέτοιες συνθήκες η παραγωγή από οικιακά φωτοβολταϊκά θα ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη. Λογικά, κανείς δεν θα σκεφτόταν ότι μέσα στον καύσωνα του Αυγούστου οι αποκοπές ΦΒ θα έμπαιναν στη συζήτηση των διακοπών.
Κι όμως, σε αρκετές μέρες του φετινού Αυγούστου, πολλοί ιδιοκτήτες οικιακών ΦΒ είδαν τα συστήματά τους να αποσυνδέονται αλλά και να περικόπτονται. Και οι ερωτήσεις που δέχομαι από φίλους και γνωστούς είναι πάντα οι ίδιες:
«Μα καλά, με τόσα κλιματιστικά να δουλεύουν, γιατί να κόβεται το φωτοβολταϊκό μου;»
Η σύντομη απάντηση είναι ότι οι περικοπές πράγματι χρειάζονται, είναι ένας μηχανισμός που διασφαλίζει τη σταθερότητα του δικτύου. Το ερώτημα όμως είναι σε ποιο επίπεδο;
Κι εδώ τα ιστορικά δεδομένα έχουν πολλά να μας πουν: δείχνουν ότι τουλάχιστον οι αποκοπές στα οικιακά ΦΒ θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Γιατί χάνουμε καθαρή ενέργεια
Ο πιο απλός τρόπος να το φανταστούμε είναι σαν μια μεγάλη δεξαμενή νερού. Οι ΑΠΕ είναι οι καθαρές βρύσες, έτοιμες να γεμίσουν τη δεξαμενή καθαρό νερό, ενώ οι συμβατικές μονάδες είναι οι «παλιές βρύσες» πετρελαίου που δεν κλείνουν ποτέ τελείως αλλά μένουν πάντα λίγο ανοιχτές για λόγους σταθερότητας. Όσο περισσότερο μένουν ανοιχτές αυτές οι «παλιές βρύσες», τόσο πιο γρήγορα γεμίζει η δεξαμενή και δεν μένει χώρος για τις ΑΠΕ τότε το καθαρό νερό χύνεται έξω. Αυτό ακριβώς είναι οι περικοπές.
Η έννοια της ελάχιστης συμβατικής παραγωγής
Η ποσότητα νερού που «τρέχει» αναγκαστικά από τις «παλιές βρύσες», ανεξάρτητα από τη ζήτηση, είναι αυτό που στο ηλεκτρικό σύστημα ονομάζεται ελάχιστη συμβατική παραγωγή.
- Όσο πιο χαμηλή μπορεί να διατηρηθεί, τόσο περισσότερη ενέργεια από ΑΠΕ χωρά στη δεξαμενή.
- Όσο πιο ψηλά κρατείται, τόσο περισσότερη καθαρή ενέργεια κόβεται.
Το μάθημα από τις 16–17 Αυγούστου
Και εδώ ακριβώς μπαίνει το ερώτημα: πόσο χαμηλά μπορεί πραγματικά να πέσει αυτή η ελάχιστη συμβατική παραγωγή;Για να το καταλάβουμε, δεν χρειάζεται θεωρία. Αρκεί να κοιτάξουμε τα ίδια μας τα δεδομένα.
Συγκρίναμε λοιπόν δύο περιόδους με σχεδόν ίδιες συνθήκες:
- 17–18 Αυγούστου 2024
- 16–17 Αυγούστου 2025
Δεν είναι τυχαία επιλογή μιλάμε για το ίδιο Σαββατοκύριακο μετά τον Δεκαπενταύγουστο, με προφίλ ζήτησης και παραγωγής σχεδόν πανομοιότυπα.
Το γράφημα συγκρίνει τα δύο Σαββατοκύριακα, με σχεδόν ίδιες καμπύλες ζήτησης (μαύρη γραμμή). Παρόλα αυτά, η συμβατική παραγωγή (μπλε γραμμή) το 2024 έπεσε ως τα 344 MW, ενώ το 2025 δεν κατέβηκε κάτω από τα 472 MW, δηλαδή 128 MW υψηλότερα. Η διαφορά αυτή σήμαινε ότι λιγότερος «χώρος» έμεινε διαθέσιμος για τα φωτοβολταϊκά (μωβ γραμμή), με αποτέλεσμα να αποκοπεί σημαντική ποσότητα καθαρής ενέργειας, παρόλο που η ζήτηση ήταν η ίδια.
Με απλά λόγια, το 2025 και τουλάχιστον για την υπό αναφορά περίοδο κρατήσαμε ανοιχτές τις «παλιές βρύσες» πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. Και αυτός είναι ο λόγος που οι πολίτες είδαν τα φωτοβολταϊκά τους να κόβονται, ακόμη κι όταν η ζήτηση ήταν στα ύψη.
Οι συνέπειες
Αυτό εξηγεί γιατί πολλοί πολίτες ένιωσαν ότι αδικήθηκαν: το φωτοβολταϊκό τους δεν αποκόπηκε επειδή δεν υπήρχε ζήτηση (τα κλιματιστικά δούλευαν ασταμάτητα) αλλά επειδή το ηλεκτρικό σύστημα λειτούργησε με υψηλότερο κατώφλι συμβατικής παραγωγής συγκριτικά με τη σύγκριση του 2024.
Οι συνέπειες είναι τριπλές:
- περισσότερη κατανάλωση καυσίμων,
- υψηλότερες εκπομπές CO₂,
- μεγαλύτερο κόστος που τελικά μεταφέρεται στον καταναλωτή.
Και όλα αυτά, ενώ το 2024 είχε δείξει στην πράξη ότι τεχνικά ήταν εφικτό να απορροφηθεί πολύ περισσότερη καθαρή ενέργεια.
Μόνο για τις ημέρες που εξετάσαμε (16–17 Αυγούστου) εκτιμάται ότι κόπηκαν πάνω από 1.900 MWh ενέργειας από ΑΠΕ. Αν η ελάχιστη συμβατική παραγωγή είχε κρατηθεί στα επίπεδα του 2024, το δίκτυο θα μπορούσε να απορροφήσει περίπου 1.600 MWh περισσότερη καθαρή ενέργεια. Σε αυτή την περίπτωση, οι περικοπές θα περιορίζονταν σε μόλις 300 MWh.
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος, τα 1.900 MWh που εκτιμάται ότι χάθηκαν ισοδυναμούν με τις ημερήσιες καλοκαιρινές ανάγκες πάνω από 60.000 νοικοκυριών. Παράλληλα, η ίδια ποσότητα αντιστοιχεί σε χιλιάδες τόνους επιπλέον εκπομπών CO₂, που μεταφράζονται σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ πρόσθετου κόστους μέσω των δικαιωμάτων ρύπων, ένα βάρος που τελικά μετακυλίεται στον καταναλωτή και στην οικονομία.
Ενέργεια που θα μπορούσε να είχε μείνει στα σπίτια μας, χάθηκε. Και στη θέση της αγοράσαμε ακριβότερη, ρυπογόνα ηλεκτροπαραγωγή.
Οι απόψεις που εκφράζονται είναι προσωπικές.
Διαβάστε ακόμη