Η συζήτηση για το μέλλον της πράσινης ενέργειας στην Ελλάδα δεν αφορά πια μόνο τους ειδικούς. Ακουμπά την ασφάλεια εφοδιασμού, το ενεργειακό κόστος και την ίδια την αντοχή της κοινωνίας στην κλιματική κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Παναγιώτης Λαδακάκος, Διευθύνων Σύμβουλος της «Μήλου 11» και Πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΕΝ, περιγράφει με ψυχραιμία αλλά και ανησυχία τι σημαίνει στην πράξη ένα ισορροπημένο μείγμα ΑΠΕ, γιατί οι περικοπές καθαρής ενέργειας θα ενταθούν αν δεν αλλάξει ο σχεδιασμός και πώς η φθηνή πράσινη κιλοβατώρα μπορεί – αλλά σήμερα δεν καταφέρνει – να φανεί στους λογαριασμούς.
«Είμαστε σε μια κατάσταση που πάνω από το 50% της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής γίνεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό είναι πολύ μεγάλη επιτυχία», σημειώνει, εξηγώντας ότι αυτό επιτεύχθηκε «με τη μαζική εγκατάσταση τα τελευταία χρόνια αιολικών πάρκων και φωτοβολταϊκών πάρκων». Τα πρώτα χρόνια, η ανάπτυξη στηριζόταν κυρίως στα αιολικά, ενώ τα τελευταία χρόνια «είδαμε μια μαζική ανάπτυξη φωτοβολταϊκών, το οποίο ήταν κάτι θετικό». Ο ίδιος σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι «δεν υπάρχει» κόντρα τεχνολογιών: «Και εγώ σαν επιχειρηματίας του κλάδου έχω και φωτοβολταϊκά πάρκα. Σαν άνθρωποι των ΑΠΕ έχουμε κοινούς στόχους, κοινά οράματα και κοινές επιδιώξεις».
Το πρόβλημα, όπως το περιγράφει, είναι τεχνικό και σχετίζεται με το πώς παράγουν οι διαφορετικές τεχνολογίες μέσα στο 24ωρο. Τα φωτοβολταϊκά «παράγουν αποκλειστικά τις ώρες της ηλιοφάνειας, τις ώρες δηλαδή της μεσημεριανής. Άρα απογεύματα και βράδια η παραγωγή από φωτοβολταϊκά είναι μηδενική». Τα αιολικά, αντίθετα, «μπορούν να παράγουν και μέρα και νύχτα» και σε καλές περιοχές «πολλές φορές οι λειτουργίες αιολικών πάρκων προσομοιάζουν» μονάδες βάσης. Για να απαντήσει στο ερώτημα ποιο μείγμα μειώνει τις περικοπές και τις ανάγκες αποθήκευσης, η ΕΛΕΤΑΕΝ ζήτησε από το ΕΜΠ να εκπονήσει σχετική μελέτη. «Έδειξε ότι ιδανικά θα πρέπει να πάμε σε ένα μείγμα το οποίο θα έχει 60% μονάδες εγκαταστημένης ισχύος αιολικά και 40% φωτοβολταϊκά», υπογραμμίζει, διευκρινίζοντας ότι σήμερα «είμαστε αρκετά μακριά από αυτό το μείγμα» και πως «έρχονται πάρα πολλά φωτοβολταϊκά και πάρα πολύ λίγα αιολικά. Πάμε λοιπόν σε μια σημαντική ασυμμετρία την οποία θα την βρούμε μπροστά μας, θα την αντιμετωπίσουμε και θα έχουμε προβλήματα».
Στο ίδιο κάδρο μπαίνει η αποθήκευση, την οποία χαρακτηρίζει «σίγουρα τον τρίτο πυλώνα». «Μπορείς να φτάσεις μέχρι το 50–60% χωρίς αποθήκευση, διείσδυση εννοώ στην ηλεκτροπαραγωγή. Από ένα σημείο και πέρα είναι απαραίτητο να μπει στην εξίσωση όπως λέτε σωστά και η αποθήκευση». Προειδοποιεί, ωστόσο, ότι δεν είναι πανάκεια: «Η αποθήκευση είναι σημαντική, πρέπει να σχεδιαστεί με σωστό τρόπο. Δεν είναι από την άλλη η νέα μόδα που θα αντικαταστήσει τα φωτοβολταϊκά… Θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή». Ήδη, όπως λέει, από τις ασυμμετρίες βλέπουμε «τον λεγόμενο κανιβαλισμό των φωτοβολταϊκών» και τα επόμενα χρόνια «θα βλέπουμε τον επόμενο κανιβαλισμό… ο κανιβαλισμός της αποθήκευσης» αν δεν υπάρξει σωστός σχεδιασμός. Επιμένει ότι «η αποθήκευση έχει και αυτή ένα κόστος» και άρα «θα επηρεάσει και το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής». Γι’ αυτό επιστρέφει στο βασικό του επιχείρημα: «Το σωστό μείγμα ΑΠΕ έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα ότι μειώνει τις ανάγκες της αποθήκευσης».
Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος το αποδίδει στις αδειοδοτήσεις των αιολικών. Θυμίζει ότι «η χρόνη ανάπτυξης, σχεδιασμού δηλαδή αδειοδότησης και προετοιμασίας ενός αιολικού πάρκου… να ξεπερνάνε τα έξι και τα εφτά έτη και πολλές φορές… να φτάνουν και να ξεπερνάνε και τα δέκα έτη. Αυτοί είναι χρόνοι μη βιώσιμοι». Την ίδια στιγμή «τα φωτοβολταϊκά ήταν πολύ πιο εύκολα να αδειοδοτηθούν» και αυτό «συνέβαλε στο να υπάρχει όλη αυτή η μεγάλη ασυμμετρία στην ανάπτυξη». Η θέση του είναι καθαρή: «Πρέπει να χτυπήσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του. Πρέπει να απλοποιήσουμε… να μπορέσει εν πάση περιπτώσει να υπάρχει μια επενδυτική απόφαση ένα εύλογο χρόνο». Και προσθέτει πως «η διοίκηση πρέπει να γίνει αποτελεσματική» και μέσα σε ένα–δύο χρόνια «να του δίνεται μια οριστική απόφαση εάν ναι θα αδειοδοτηθείς ή όχι δεν θα αδειοδοτηθείς. Και το όχι είναι μια απάντηση».
Αναφερόμενος στις τοπικές αντιδράσεις, μιλά για παραπληροφόρηση και μικροπολιτικές πρακτικές, αλλά κάνει και αυτοκριτική για τον κλάδο που «πολλές φορές δεν έχουμε μπορέσει να περάσουμε το μήνυμά μας». Η λύση, κατά τη γνώμη του, είναι ξεκάθαρη: «Το μόνο το οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει και να λύσει αυτά τα προβλήματα, η σωστή ενημέρωση… ένα εθνικό σχέδιο ενημέρωσης των πολιτών, για τα οφέλη της ενεργειακής μετάβασης… κάπως πρέπει και η πολιτεία να μας βοηθήσει να το περάσουμε και στον τελευταίο πολίτη».
Το κρίσιμο ερώτημα, πάντως, παραμένει τι κερδίζει ο καταναλωτής. «Το φτηνό κόστος των ΑΠΕ πράγματι σήμερα δεν αντανακλάται στις τιμές των καταναλωτή», παραδέχεται. Περιγράφει πώς «το φτηνό ηλεκτρόνιο που παράγεται από πράσινη ενέργεια στη χώρα μας τελικά μπαίνει σε μία πισίνα άλλων ηλεκτρονίων… και ως δια μαγείας όλα αυτά τα ηλεκτρόνια βγαίνουν πολύ πιο ακριβά». Υπενθυμίζει ότι «η βιομηχανία διψά για πράσινα συμβόλαια… γιατί θέλουν να εκμεταλλευτούν απευθείας τη φθηνή πράσινη ενέργεια». Και καταλήγει ότι η πρόκληση είναι να διαμορφωθούν λύσεις «ώστε να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα και να μπορέσει να δει ο καταναλωτής άμεσα και με διαφάνεια το φθηνό κόστος των ΑΠΕ στο λογαριασμό του», κάτι που θα βοηθήσει ταυτόχρονα και στην αποδοχή των έργων από τις τοπικές κοινωνίες.
Διαβάστε ακόμη
