Η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για τη χορήγηση αδειών σε έργα ΑΠΕ/ΣΗΘΥΑ και αποθήκευσης σε ενεργειακές κοινότητες και σε εφαρμογή των άρθρων 13 και 30 παρ. 4 του ν. 4001/2011, και προκειμένου για την αντιμετώπιση του ζητήματος ιδιοκτησιακής συγκέντρωσης που έχει ανακύψει κατά το στάδιο της αδειοδοτικής διαδικασίας των ενεργειακών κοινοτήτων και οδηγεί σε κατάχρηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις των ν. 4513/2018, 3468/2006 και 4001/2011, όπως ισχύουν, για τις ενεργειακές κοινότητες, προβαίνει στην ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της περίπτωσης β) της παρ. 3 του άρθρου 47Β του ν. 4001/2011, της περίπτωσης β) της παρ. 4 του άρθρου 6Γ του ν. 3468/2006 και της περίπτωσης α) της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4513/2018 για τις Ενεργειακές Κοινότητες Πολιτών (Ε.Κ.Π.), τις Κοινότητες Ανανεώσιμης Ενέργειας (Κ.Α.Ε.) και τις Ενεργειακές Κοινότητες του ν. 4513/2018:
Σύμφωνα με τις υπό κρίση διατάξεις ο ελάχιστος αριθμός μελών της Ε.Κ.Π. είναι τριάντα (30) μέλη, εκτός από την περίπτωση που συμμετέχουν στην Ε.Κ.Π., τουλάχιστον δεκαπέντε (15) νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (περ. β, παρ. 3, αρ. 47Β, ν. 4001/2011). Αντιστοίχως ο ελάχιστος αριθμός μελών της Κ.Α.Ε. είναι τριάντα (30) μέλη, εκτός από την περίπτωση που συμμετέχουν τουλάχιστον δεκαπέντε (15) Μ.Μ.Ε. οπότε ορίζεται σε δεκαπέντε (15) μέλη (περ. β, παρ. 4, αρ. 6Γ, ν. 3468/2006). Τέλος ο ελάχιστος αριθμός μελών της Ε.Κοιν. είναι πέντε (5), αν τα μέλη είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου εκτός των Ο.Τ.Α., ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή φυσικά πρόσωπα (περ. α, παρ. 2, αρ. 2, ν. 4513/2018).
Ειδικότερα, αναφορικά με τις Ε.Κ.Π. και τις Κ.Α.Ε. σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 47Β επ. του ν. 4001/2011 και 6Β επ. του ν. 3468/2006, καθώς και τους σχετικούς ορισμούς των Ε.Κ.Π. και Κ.Α.Ε., τα εν λόγω νομικά μορφώματα οργανώνονται ως αστικοί συνεταιρισμοί με πρωταρχικό σκοπό όχι το οικονομικό κέρδος, αλλά την παροχή περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών ωφελειών στα μέλη τους και στις τοπικές κοινωνίες.
Ο νόμος προβλέπει σαφώς ότι οι Ε.Κ.Π. και οι Κ.Α.Ε. λειτουργούν υπό μη κερδοσκοπικό καθεστώς. Εντούτοις, όταν παρατηρείται πλήρης ή μερική ταύτιση των μετόχων (ή απώτερων μετόχων), δημιουργείται αδιαμφισβήτητα ιδιοκτησιακή συγκέντρωση, η οποία αποκλείει στην πράξη τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και υποκρύπτει εμπορική εκμετάλλευση των Ε.Κ.Π. και Κ.Α.Ε.. Η ιδιοκτησιακή αυτή συγκέντρωση αντίκειται στον συνεταιριστικό χαρακτήρα των Ε.Κ.Π. και Κ.Α.Ε., όπου η δημοκρατική διακυβέρνηση και η πολυφωνία στα μέλη είναι βασικά χαρακτηριστικά και καθιστά τις ενεργειακές κοινότητες όχημα εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων, αντί του συλλογικού και κοινοτικού σκοπού για τον οποίο προορίζονται.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλοχεύει ο κίνδυνος, τα εν λόγω νομικά μορφώματα να αξιοποιούνται από τους επενδυτές καταχρηστικά προκειμένου για την πρόσβαση σε οικονομικά κίνητρα και προνομιακή μεταχείριση κατά παράβαση του πνεύματος του νόμου, οδηγώντας έτσι σε κατάχρηση των δικαιωμάτων που παρέχονται για τις Ενεργειακές Κοινότητες και δημιουργώντας έτσι ζητήματα ίσης μεταχείρισης και στρεβλώσεις στην αγορά των ΑΠΕ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 60 του ν. 5037/2023 (νέο άρθρο 6ΙΣΤ του ν. 3468/2006), οι Κ.Α.Ε. έχουν τα ακόλουθα προνόμια:
- Προτεραιότητα στην εξέταση αιτήσεων αδειοδότησης (Βεβαίωση Παραγωγού, απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικής αδειοδότησης, κλπ)
- Εξαιρέσεις από εγγυητικές επιστολές / καταβολή τελών/ μειωμένα ποσά εγγυήσεων για εγγραφή σε μητρώα συμμετεχόντων στην αγορά
- Δικαίωμα χρηματοδότησης από κρατικούς και ευρωπαϊκούς πόρους
- Ειδικότερους ευνοϊκούς όρους/προνομιακές χρεώσεις
Από τα ανωτέρω προβλεπόμενα μέτρα στήριξης των Κ.Α.Ε. επωφελούνται αντίστοιχα και οι Ε.Κ.Π. εφόσον ασκούν επιπλέον τις δραστηριότητες των Κ.Α.Ε. και πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου ως προς την εγγύτητα των μελών (παρ. 4 του άρθρου 47Δ του ν. 4001/2011).
Προς επίρρωση των ανωτέρω, αναφορικά με τις Κ.Α.Ε. υπογραμμίζεται ότι η Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 προάγει τις ενεργειακές κοινότητες ως σχήματα που βασίζονται σε ανοικτή και εθελοντική συμμετοχή, έχουν αυτονομία και τελούν υπό τον ουσιαστικό έλεγχο των μετόχων ή των μελών τους. Επισημαίνεται δε, στη σκέψη 71 της Οδηγίας, ότι οι κοινότητες ανανεώσιμης ενέργειας πρέπει να είναι ικανές να παραμένουν αυτόνομες σε σχέση με μεμονωμένα μέλη και παραδοσιακούς παράγοντες της αγοράς, προκειμένου να αποφεύγονται καταχρήσεις και να εξασφαλίζεται ευρεία συμμετοχή.
Αντιστοίχως, αναφορικά με τις Ε.Κ.Π. σημειώνεται ότι η Οδηγία (ΕΕ) 2019/944 αναφέρει ότι «[…] οι εξουσίες λήψης αποφάσεων εντός μιας ενεργειακής κοινότητας πολιτών θα πρέπει να περιορίζονται στα μέλη ή τους μετόχους που δεν ασκούν μεγάλης κλίμακας εμπορική δραστηριότητα και για τους οποίους ο ενεργειακός τομέας δεν συνιστά πρωταρχικό τομέα οικονομικής δραστηριότητας. Οι διατάξεις για τις ενεργειακές κοινότητες πολιτών θεωρούνται κατηγορία συνεργασίας πολιτών ή τοπικών παραγόντων που πρέπει να αναγνωρίζεται και να προστατεύεται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.»
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η συγκέντρωση του ελέγχου στο ίδιο φυσικό πρόσωπο ή σε έναν περιορισμένο κύκλο φυσικών προσώπων έχει τις ακόλουθες συνέπειες:
- Παραβιάζει τον συνεταιριστικό χαρακτήρα και την πολυσυμμετοχικότητα των Ε.Κ.Π. και των Κ.Α.Ε.
- Δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και πολυφωνίας των μελών.
- Αποκλίνει, επί της ουσίας, από τις τιθέμενες αριθμητικές προϋποθέσεις του νόμου.
- Στοχεύει καταχρηστικά στην απόκτηση προνομίων που προορίζονται για συλλογικά σχήματα με κοινωνικό όφελος.
- Έρχεται σε σύγκρουση με το πνεύμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις ενεργειακές κοινότητες.
Κατά συνέπεια, το ελάχιστο όριο των δεκαπέντε (15) νομικών προσώπων για τη σύσταση Ε.Κ.Π. ή Κ.Α.Ε., πρέπει να εννοηθεί ως αναφορά σε 15 ανεξάρτητους φορείς, άλλως δεν εξασφαλίζεται ότι οι Ε.Κ.Π. και οι Κ.Α.Ε. αποτελούν σχήματα που λειτουργούν προς όφελος των τοπικών κοινωνιών και όχι ως εργαλείο εμπορικής εκμετάλλευσης από μεμονωμένα πρόσωπα ή επιχειρηματικές ομάδες. Η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του πλαισίου οδηγεί στην προσέγγιση κατά την οποία τα νομικά πρόσωπα που μετέχουν στις προαναφερόμενες ενεργειακές κοινότητες είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους υπό την έννοια ότι δεν συνδέονται μεταξύ τους μέσω φυσικού ή νομικού προσώπου που μετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκησή τους ή κατέχει ποσοστό συμμετοχής, ανεξαρτήτως ύψους, ως μέτοχος, εταίρος ή μέλος νομικού προσώπου.
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις και ρυθμίσεις ισχύουν αντίστοιχα και για τις Ενεργειακές Κοινότητες του ν. 4513/2018, οι οποίες παραμένουν σε λειτουργία σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 7 του ίδιου νόμου. Κατά, συνέπεια, οι αρχές της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας των μελών εφαρμόζονται και στα σχήματα που συστάθηκαν υπό το προγενέστερο αυτό νομοθετικό πλαίσιο.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, κατά το στάδιο χορήγησης Βεβαίωσης/Άδειας, καθώς και για ήδη χορηγηθείσες Βεβαιώσεις/Άδειες, η ΡΑΑΕΥ δύναται να διενεργεί ελέγχους για τη μη πλήρωση της προϋπόθεσης της ανεξαρτησίας των μελών, κατόπιν καταγγελίας ή εφόσον ενημερωθεί με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, ή και αυτεπαγγέλτως δειγματοληπτικά. Εφόσον διαπιστωθεί η μη πλήρωση της εν λόγω προϋπόθεσης, η ΡΑΑΕΥ δύναται να απορρίπτει την αίτηση ή να ανακαλεί τη Βεβαίωση/Άδεια Παραγωγής. Σε υλοποίηση απόφασης της από 24 Ιουλίου 2025 συνεδρίασης της Σύνθεσης του Κλάδου Ενέργειας ΡΑΑΕΥ.
Διαβάστε ακόμη