Στα γαλλικά ξεκίνησε την ομιλία του ο Δημήτρης Φούρλαρης, Αντιπρόεδρος του κλάδου ενέργειας της ΡΑΑΕΥ στο 1ο Ενεργειακό Συνέδριο του Ελληνογαλλικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και καταχειροκροτήθηκε, δίνοντας από τα πρώτα λεπτά έναν διαφορετικό τόνο στην παρέμβασή του – μια παρέμβαση που, όπως και η ίδια η ενεργειακή μετάβαση, συνδύασε τεχνοκρατική ανάλυση με ανθρώπινη διάσταση.
Από το βήμα, ο κ. Φούρλαρης παρουσίασε με σαφήνεια και έμφαση τους τέσσερις θεμελιώδεις πυλώνες πάνω στους οποίους «χτίζεται» η επόμενη ημέρα της πράσινης ανάπτυξης στη χώρα: την καθαρή παραγωγή, τα δίκτυα, τη χρηματοδότηση και –πάνω απ’ όλα– τον καταναλωτή, τον οποίο χαρακτήρισε «το πολυτιμότερο asset του ενεργειακού κλάδου».
Ξεκινώντας από την καθαρή παραγωγή, ο κ. Φούρλαρης επισήμανε πως το 2023 η Ελλάδα πέτυχε εντυπωσιακή διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, καλύπτοντας το 57% της ζήτησης. «Ο στόχος του ΕΣΕΚ είναι να φτάσουμε το 80% έως το 2030 και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπερδιπλασιάσουμε την εγκατεστημένη ισχύ μέσα στην επόμενη πενταετία», υπογράμμισε. Όπως είπε, σήμερα λειτουργούν περίπου 16 GW ΑΠΕ, ενώ έχουν δοθεί οριστικές προσφορές σύνδεσης για άλλα 17 GW, γεγονός που θα οδηγήσει σε εγκατεστημένη ισχύ περίπου 33 GW έως το 2030. «Αν σκεφτεί κανείς ότι η αιχμή της ζήτησης στην Ελλάδα είναι περίπου 11 GW και ότι με έργα όπως εκείνα στην Κρήτη ή στον Ανατολικό Αιγαίο ίσως φτάσουμε τα 12 GW, γίνεται σαφές ότι θα υπάρχει πλεονάζουσα ενέργεια», σημείωσε.
Αναφερόμενος στις άδειες παραγωγής που έχουν χορηγηθεί, είπε ότι φθάνουν τα 80 GW, εκ των οποίων τα 35 GW αφορούν αιολικά και τα 50 GW φωτοβολταϊκά, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «προφανώς κάποια από αυτά δεν θα υλοποιηθούν». Ιδιαίτερη μνεία έκανε και στα έργα αποθήκευσης, τα οποία ανέρχονται σε 68 GW, με τα 53 GW να αφορούν μπαταρίες και τα 15 GW αντλησιοταμίευση. «Η συνύπαρξη των καθαρών ΑΠΕ με έργα αποθήκευσης θα πετύχει δύο σημαντικούς στόχους: πρώτον, θα μειωθούν δραστικά οι περικοπές παραγωγής και δεύτερον, τις βραδινές ώρες θα έχουμε καλύτερες τιμές στη χονδρεμπορική αγορά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Φούρλαρης τόνισε την ανάγκη για διαφανείς και ταχείες διαδικασίες στην ένταξη έργων στο σύστημα, αλλά και για εξασφάλιση ισορροπίας ανάμεσα στη γρήγορη ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα. «Το σύστημα πρέπει να λειτουργεί αξιόπιστα, με μονάδες βάσης και εφεδρειών που παρέχουν σταθερότητα. Η αγορά εξισορρόπησης σήμερα κλονίζεται από το μείγμα παραγωγής και αυτό αντανακλάται και στο κόστος, που είναι περίπου 15-18 ευρώ ανά μεγαβατώρα», ανέφερε, προσθέτοντας πως «ευελπιστούμε ότι με τις αλλαγές που δρομολογούνται θα βελτιωθεί αυτή η εικόνα».
Περνώντας στο δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο, τα δίκτυα, σημείωσε ότι η κατάσταση είναι οριακή. «Αυτή τη στιγμή το δίκτυο είναι σχεδόν κορεσμένο και, εκτός από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος για νέες μονάδες», τόνισε, υπογραμμίζοντας την ανάγκη άμεσης ενίσχυσης και επέκτασης των υποδομών μεταφοράς και διανομής. Επισήμανε επίσης τη σημασία των διασυνδέσεων, αναφέροντας ότι «η μόνη σύζευξη που έχουμε αυτή τη στιγμή είναι με τη Βουλγαρία», ενώ «η ρυθμιστική αρχή της Ιταλίας έκανε πίσω στις νότιες διασυνδέσεις, επικροτώντας τις βόρειες». Η Ελλάδα, είπε, βρίσκεται «στο επίκεντρο μιας γεωγραφικής ανισορροπίας», καθώς «τα Βαλκάνια δεν είναι ενταγμένα στο target model» και αυτό καθιστά πιο δύσκολη τη διασύνδεση με τις ευρωπαϊκές αγορές.
Αναφερόμενος στην χρηματοδότηση, ο κ. Φούρλαρης επεσήμανε ότι η πράσινη μετάβαση απαιτεί τεράστια κεφάλαια. «Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπολογίζονται σε 500 δισ. ευρώ έως το 2030, ενώ για την Ελλάδα το ΕΣΕΚ εκτιμά ότι απαιτούνται περίπου 30 δισ. ευρώ», είπε. Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε πως «ο ρόλος της ΡΑΑΕΥ είναι καθοριστικός, ώστε τα κεφάλαια αυτά να κατευθυνθούν στον ενεργειακό τομέα με σταθερό και σαφές πλαίσιο απόδοσης, που θα μειώνει το κόστος δανεισμού και θα επιτρέπει στους επενδυτές να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα». Υπογράμμισε επίσης την ανάγκη ανάπτυξης καινοτόμων έργων, όπως «υπερμεγάλες μονάδες αποθήκευσης και νέες διασυνδέσεις», καθώς και την ένταξη των βαλκανικών χωρών στο σύστημα της ευρωπαϊκής αγοράς, «μια δύσκολη αλλά κρίσιμη προσπάθεια που θα διευκολύνει τη λειτουργία της αγοράς και θα ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού».
Φούρλαρης: Ο καταναλωτής είναι το πολυτιμότερο asset για τον ενεργειακό κλάδο
Στο επίκεντρο της τοποθέτησής του έθεσε τον καταναλωτή, τον οποίο χαρακτήρισε ως τον σημαντικότερο παράγοντα της ενεργειακής αγοράς. «Ο καταναλωτής είναι το πολυτιμότερο asset για τον ενεργειακό κλάδο, γιατί είναι ο επενδυτής του. Μέσω των χρεώσεων χρήσης συστήματος και δικτύου επιδοτεί τα μεγάλα έργα, ενώ είναι και ο πελάτης των παρόχων», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι «για να είναι ένα σύστημα βιώσιμο και λειτουργικό, απαιτείται σεβασμός προς τον καταναλωτή». Σε αυτό το πλαίσιο, ανακοίνωσε την εισαγωγή του θεσμού του ενεργειακού διαμεσολαβητή, ενός καινοτόμου εργαλείου που παρέχει στους πολίτες «άμεση και δωρεάν διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών με παρόχους ή διαχειριστές, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην αγορά».
Ολοκληρώνοντας την παρέμβασή του, ο Δημήτρης Φούρλαρης υπογράμμισε ότι η ενεργειακή μετάβαση «δεν είναι ένας αγώνας ταχύτητας, αλλά μαραθώνιος συνεργασίας», που απαιτεί «πολιτική βούληση, επιχειρηματική καινοτομία, χρηματοδότηση και κοινωνική συμμετοχή». «Ο ρόλος μας ως ρυθμιστικής αρχής είναι να εγγυηθούμε ότι όλα αυτά θα συνυπάρξουν με σταθερότητα, διαφάνεια και δικαιοσύνη. Ο στόχος δεν είναι απλώς να πετύχουμε την ενεργειακή μετάβαση, αλλά να το κάνουμε χωρίς να αφήσουμε κανέναν πίσω. Αυτός είναι ο πραγματικός ορισμός της δίκαιης μετάβασης», κατέληξε.
Διαβάστε ακόμη