Η Γερμανία κατέγραψε τη δεύτερη υψηλότερη συμμετοχή της σε δημοπρασία για χερσαίας αιολικά, καθώς οι εταιρείες έσπευσαν να εξασφαλίσουν έργα πριν από τα σχέδια της κυβέρνησης για μείωση των επιδοτήσεων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δικτύων την Τετάρτη, μέχρι την 1η Αυγούστου υποβλήθηκαν συνολικές προσφορές άνω των 5,7 γιγαβάτ, από τις οποίες έγιναν δεκτές 3,4 γιγαβάτ. Οι κατασκευαστικές εταιρείες των έργων ζήτησαν επιδότηση 6,57 σεντς ανά κιλοβατώρα, ελαφρώς χαμηλότερη σε σχέση με την προηγούμενη δημοπρασία του Μαΐου, σύμφωνα με το Bloomberg.
Η υψηλή ζήτηση συνδέεται με τις κινήσεις της νέας συντηρητικής κυβέρνησης να περιορίσει το ενεργειακό κόστος για καταναλωτές και βιομηχανίες, επιβραδύνοντας την ταχεία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η οποία έχει αυξήσει την πίεση για δαπανηρές επεκτάσεις και αναβαθμίσεις του δικτύου. Οι αρχές επιδιώκουν οι developers έργων να συμβάλλουν στο κόστος ενίσχυσης του δικτύου, αλλά και να προχωρήσουν σε ισχυρότερες απευθείας συμβάσεις με βιομηχανικούς πελάτες.
Η επόμενη δημοπρασία για χερσαίες ανεμογεννήτριες έχει προγραμματιστεί για την 1η Νοεμβρίου.
Στο τραπέζι αλλαγές στις ενεργειακές επιδοτήσεις στη Γερμανία
Υπενθυμίζεται ότι σε αλλαγές στην επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θέλει να προβεί η Ομοσπονδιακή Υπουργός Οικονομίας, Κατερίνα Ράιχε (Katherina Reiche, CDU).
«Η ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι», δήλωσε η πολιτικός του CDU τη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου στο Βερολίνο κατά την παρουσίαση της έκθεσης παρακολούθησης για την ενεργειακή μετάβαση που ανέθεσε.
«Για να επιτύχει, η αξιοπιστία, η ασφάλεια εφοδιασμού, η προσιτή τιμή και η οικονομική αποδοτικότητα του ενεργειακού συστήματος για την επιχειρηματική μας τοποθεσία πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο».
Η Ράιχε παρουσίασε δέκα βασικά μέτρα για αυτό. Μεταξύ άλλων, οι αποφάσεις ενεργειακής πολιτικής δεν πρέπει να οδηγούν σε λανθασμένες επενδύσεις ή υπερβολική ρύθμιση, αλλά πρέπει να επικεντρώνονται στην αγορά, την τεχνολογική ποικιλομορφία και την καινοτομία. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα πρέπει να προωθούνται με τρόπο που να υποστηρίζει την αγορά και το σύστημα. Τα υπάρχοντα προγράμματα στήριξης πρέπει να επανεξεταστούν και οι επιδοτήσεις να μειωθούν συστηματικά.
Η έκθεση παρακολούθησης, η οποία, σύμφωνα με τη συμφωνία συνασπισμού, έπρεπε να είναι διαθέσιμη «μέχρι τις καλοκαιρινές διακοπές του 2025», είχε ήδη προκαλέσει έντονη συζήτηση πριν από τη δημοσίευσή της. Το Ινστιτούτο Ενεργειακής Οικονομίας του Πανεπιστημίου της Κολωνίας (EWI) και η εταιρεία συμβούλων BET, η οποία ειδικεύεται σε ενεργειακά ζητήματα, ανέλαβαν να διεξάγουν την παρακολούθηση. Εκπρόσωποι του τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και πολιτικοί του συνασπισμού, είχαν κατηγορήσει την Ράιχε ότι σχεδίασε σκόπιμα την παρακολούθηση για να της παράσχει επιχειρήματα για την «επιβράδυνση της ενεργειακής μετάβασης».
Στα τέλη Ιουλίου, η Νίνα Σιρ, εκπρόσωπος ενεργειακής πολιτικής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD στην Ομοσπονδιακή Βουλή, επέκρινε την υπουργό Ράιχε σε μια επιστολή πέντε σελίδων, λέγοντας ότι οι προδιαγραφές του υπουργείου για τα ινστιτούτα που ανέλαβαν τη διεξαγωγή της παρακολούθησης παρέκκλιναν σε σημαντικά σημεία από τους στόχους που ορίζονται για την παρακολούθηση στη συμφωνία συνασπισμού. Υπάρχει κίνδυνος «επανερμηνείας των προθέσεων του συνασπισμού», έγραψε η πολιτικός του SPD, σύμφωνα με την Handelsblatt.
Διαβάστε ακόμη