Η ηλιακή ψύξη αποτελεί μια τεχνολογία που παραμένει ανεκμετάλλευτη στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι μπορεί να προσφέρει αποδοτικές και βιώσιμες λύσεις σε βιοτεχνίες, ξενοδοχεία, logistics και άλλους κλάδους με υψηλές ενεργειακές ανάγκες. Επιπλέον, έχει τη δυνατότητα να αποφορτίσει σημαντικά τα δίκτυα ηλεκτρικού ρεύματος και να αποτελέσει μια εξαγωγική ευκαιρία για την ελληνική οικονομία. Συνολικά, η αξιοποίηση της ηλιακής ψύξης συνιστά ένα τριπλό στοίχημα. Αυτό επισημαίνει ο κ. Χρήστος Κώνστας, Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός, Ενεργειακός Σύμβουλος και Εκτελεστικός Γραμματέας της Ένωσης Βιομηχανιών Ηλιακής Ενέργειας (ΕΒΗΕ).
Από τη θεωρία στην πράξη
Στην Ελλάδα, ένα παράδειγμα επιτυχούς εφαρμογής υπάρχει ήδη από το 1999, όπου ελληνική εταιρεία εγκατέστησε σύστημα ηλιακής ψύξης στις εγκαταστάσεις της εταιρείας καλλυντικών ΣΑΡΑΝΤΗΣ στα Οινόφυτα Βοιωτίας. Στην περίπτωση αυτή η απόσβεση της επένδυσης ολοκληρώθηκε εντός της πρώτης πενταετίας.
Η ηλιακή ψύξη μπορεί να καλύψει θερμικές ανάγκες ψύξης και θέρμανσης σε εγκαταστάσεις όπως ξενοδοχεία, νοσοκομεία, αποθήκες αγροτικών προϊόντων και φαρμάκων ή κτίρια γραφείων, υποκαθιστώντας την ηλεκτρική ενέργεια που συνήθως απαιτείται για αυτές τις εφαρμογές. «Είναι μια τεχνολογία που έχει εφαρμογή κυρίως σε χώρους με μεγάλες και σταθερές ανάγκες ψύξης», αναφέρει ο κ. Κώνστας, προσθέτοντας πως «σε κατοικίες η εφαρμογή είναι πιο περιορισμένη, κυρίως λόγω του μεγάλου χώρου που απαιτείται για την εγκατάσταση».
Ειδικότερα, εξηγεί, όσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση ψύξης, τόσο πιο γρήγορα αποσβένεται η επένδυση. Για παράδειγμα, σε βιομηχανικές αποθήκες ή ξενοδοχεία που χρειάζονται σταθερή ψύξη, η ηλιακή ψύξη μπορεί να αποδώσει πολύ καλύτερα και πιο οικονομικά από τα παραδοσιακά κλιματιστικά που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.
Πώς δουλεύει
«Σκεφτείτε τι νιώθετε όταν ρίχνετε λίγο οινόπνευμα στο χέρι σας; Για λίγα δευτερόλεπτα αισθάνεστε την περιοχή πιο δροσερή. Δεν λέτε “πάγωσα”, αλλά υπάρχει μια ξεκάθαρη αίσθηση ψύχρας. Αυτό ακριβώς είναι το φαινόμενο της εξάτμισης. Και πάνω σε αυτήν τη φυσική διαδικασία βασίζεται η τεχνολογία της ηλιακής ψύξης», εξηγεί ο Εκτελεστικός Γραμματέας της ΕΒΗΕ συμπληρώνοντας ότι «στην περίπτωση της ηλιακής ψύξης, η θερμική ενέργεια που παράγεται από τον ήλιο αναλαμβάνει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να πραγματοποιηθεί η εξάτμιση, που είναι η βασική διαδικασία ψύξης».
«Για να προκαλέσουμε αυτή την εξάτμιση, χρησιμοποιούμε θερμική ενέργεια που προέρχεται από τον ήλιο – κυρίως μέσω ζεστού νερού από ηλιακούς συλλέκτες. Στην πράξη, ξηραίνουμε έναν όγκο αέρα και στη συνέχεια του προσθέτουμε υγρασία. Η υγρασία αυτή, καθώς εξατμίζεται, “τραβάει” θερμότητα από το περιβάλλον και έτσι επιτυγχάνεται η ψύξη.»
Το σύστημα, όπως εξηγεί, βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην ηλιακή ενέργεια. «Το μόνο ηλεκτρικό ρεύμα που καταναλώνεται είναι για τις αντλίες, γιατί καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για μια μεγάλη εγκατάσταση: χρειάζεται συλλέκτες, δοχεία αποθήκευσης για το ζεστό και το κρύο νερό και φυσικά κυκλοφορητές. Αλλά όλη η ενέργεια που απαιτείται για την ψύξη προέρχεται από τον ήλιο. Είναι δωρεάν, καθαρή και αθόρυβη ενέργεια.»
Δίνοντας μια ανάσα στα δίκτυα
«Το μεγάλο πλεονέκτημα της ηλιακής ψύξης είναι πως, εκτός από το ότι η ενέργεια παρέχεται δωρεάν από τον ήλιο, υπάρχει η δυνατότητα αποθήκευσης θερμότητας, ώστε το σύστημα να συνεχίσει να λειτουργεί ακόμη και τις βραδινές ώρες ή σε περιόδους με μειωμένη ηλιοφάνεια», εξηγεί ο κ. Κώνστας.
«Μιλάμε για θερμική ενέργεια – είτε σε μορφή ζεστού είτε σε μορφή ψυχρού νερού. Στην πράξη, αυτό που παίρνουμε είναι θερμότητα, την οποία μπορούμε να “κρατήσουμε” σε ειδικά δοχεία και να τη χρησιμοποιήσουμε όταν τη χρειαστούμε.»
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα θερμικά ηλιακά συστήματα έχουν και ένα επιπλέον χωροταξικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες τεχνολογίες: «Αν προσπαθούσαμε να πετύχουμε το ίδιο αποτέλεσμα με φωτοβολταϊκά, θα χρειαζόμασταν μέχρι και τετραπλάσια επιφάνεια εγκατάστασης. Τα θερμικά ηλιακά είναι πιο αποδοτικά ανά τετραγωνικό μέτρο, κάτι που τα καθιστά ιδανικά για εγκαταστάσεις όπου ο χώρος είναι περιορισμένος».
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα είναι πως η ηλιακή ψύξη δεν επιβαρύνει το δίκτυο ηλεκτρισμού. «Σε μια εποχή που τα δίκτυα δεν μπορούν να αντέξουν την αυξημένη ζήτηση, ειδικά το καλοκαίρι, η τεχνολογία αυτή βοηθάει σημαντικά. Αφαιρούμε μεγάλη ζήτηση από το ηλεκτρικό δίκτυο και αυτό δίνει χώρο για άλλες εφαρμογές» σημειώνει.
Οφέλη για την οικονομία – Ευκαιρία δημιουργίας μίας νέας αλυσίδας εξαγωγών
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, κάθε ένα ευρώ που επενδύεται σε τεχνολογίες ηλιοθερμίας στην Ελλάδα παράγει σχεδόν άλλο ένα ευρώ υπεραξίας για την εθνική οικονομία. Όπως επισημαίνει ο κ. Κώνστας: «Αν μόνο οι ηλιακοί θερμοσίφωνες προσφέρουν ετήσια εξοικονόμηση 500 εκατ. ευρώ και αποτρέπουν 3,2 εκατ. τόνους εκπομπών CO2, φανταστείτε τι οφέλη θα είχε η ευρύτερη αξιοποίηση της ηλιακής ψύξης».
Η χώρα μας, με το μακρόχρονο παράδειγμα επιτυχημένης παραγωγής ηλιακών θερμοσιφώνων και τις ιδανικές κλιματικές συνθήκες, βρίσκεται σε προνομιακή θέση να ηγηθεί στην ανάπτυξη και εξαγωγή της τεχνολογίας ηλιακής ψύξης, ιδιαίτερα προς χώρες της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής όπου η ηλιοφάνεια και η ζήτηση για ψύξη συμπίπτουν χρονικά, σημειώνει.
Ανάγκη στήριξης από την Πολιτεία
Παρά το τεράστιο δυναμικό της, η τεχνολογία παραμένει σε περιορισμένη κλίμακα. «Το κόστος επένδυσης είναι ακόμα υψηλό και χρειάζεται επιδότηση, όπως έγινε στα πρώτα βήματα των ΑΠΕ με τις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί μαζικά», επισημαίνει ο κ. Κώνστας. «Αυτή η στήριξη είναι απαραίτητη για να δημιουργηθούν μονάδες παραγωγής και εξειδικευμένο προσωπικό στην Ελλάδα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το κράτος πρέπει να στηρίξει στοχευμένα αυτή την προσπάθεια – όπως έχει κάνει ήδη με άλλες βιομηχανίες. «Δώσαμε επιδοτήσεις σε ακριβά εισαγόμενα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ενισχύοντας παραγωγές άλλων χωρών. Γιατί να μην επενδύσουμε σε τεχνολογίες που μπορούμε να παράγουμε εμείς;», αναρωτιέται.
Ο κ. Κώνστας καταλήγει ότι για να γίνει αυτό πρέπει το κράτος και η βιομηχανία να συνεργαστούν στενά, δηλαδή «να καθορίσουν στρατηγικά σχέδια, να υπάρξουν στοχευμένες επιδοτήσεις και υποστήριξη για να μπορέσουν οι ελληνικές εταιρείες να αναπτύξουν, να παράγουν και να εξάγουν αυτά τα προϊόντα. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να αφήσουμε να πάει χαμένη».
Διαβάστε ακόμη