Ως μία από τις πλέον εκτεθειμένες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις ανατροπές που φέρνει η ενεργειακή μετάβαση χαρακτηρίζει την Ελλάδα το ευρωπαϊκό think tank Bruegel. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τη νέα μελέτη του («Measuring GDP at risk in the low-carbon transition»), το 27,9% του ελληνικού ΑΕΠ βρίσκεται σε ζώνη υψηλού κινδύνου, καθώς σχετίζεται άμεσα με δραστηριότητες και κλάδους που θα πρέπει να μετασχηματιστούν ή να συρρικνωθούν στο πλαίσιο της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών.

© BRUEGEL

© BRUEGEL

Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (16,2%), γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στην «κόκκινη ζώνη» σε μεγάλη απόσταση από τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά.

Χαρτογραφώντας τον βαθμό «έκθεσης» των οικονομιών της ΕΕ στην ενεργειακή μετάβαση η μελέτη τοποθετεί τη Σουηδία και τη Γαλλία στο χαμηλότερο επίπεδο κινδύνου, με μόλις 7,9% και 9,3% του ΑΕΠ τους να απειλείται. Και αυτό γιατί η Σουηδία διαθέτει μία μακρά παράδοση υψηλών φόρων άνθρακα και στην επένδυση σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών, ενώ η Γαλλία επωφελείται από το ενεργειακό μείγμα με περίπου 70% πυρηνική ηλεκτροπαραγωγή. Στο άλλο άκρο βρίσκονται η Πολωνία και η Βουλγαρία με το 43,1% και 33,4% του ΑΕΠ αντίστοιχα να θεωρείται ευάλωτο, εξαιτίας της βαριάς εξάρτησης από τον άνθρακα.

Γιατί «χτυπάει κόκκινο» η Ελλάδα

Η μελέτη εντοπίζει τρεις βασικούς λόγους που οδηγούν την Ελλάδα σε τόσο υψηλό ποσοστό κινδύνου:

  1. Υψηλή ένταση άνθρακα: Παρά την ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ, η ηλεκτροπαραγωγή εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ορυκτά καύσιμα – με τον λιγνίτη να παραμένει ενεργός και το φυσικό αέριο να διατηρεί κρίσιμο ρόλο στο ενεργειακό μείγμα. Παρά την πρόοδο, η εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα διατηρεί τη χώρα σε μειονεκτική θέση έναντι χωρών που βασίζονται σε πυρηνικά ή υδροηλεκτρικά.
  2. Καταγράφει υψηλό αποτύπωμα σε καίριους τομείς:
    • Μεταποίηση: Η βιομηχανία στην Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλή ετοιμότητα (-5% σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ), καθώς μεγάλο μέρος της εξακολουθεί να λειτουργεί με παραδοσιακές, ενεργοβόρες μεθόδους.
    • Μεταφορές και ναυτιλία: Η διεθνής ναυτιλία, που αποτελεί ελληνικό πλεονέκτημα, συνιστά ταυτόχρονα πρόκληση. Ο κλάδος έχει ιδιαίτερα υψηλή ένταση άνθρακα, κάτι που αποτυπώνεται στο -3,3% της ελληνικής επίδοσης στον δείκτη ετοιμότητας.
  3. Έλλειμμα ετοιμότητας: Η Ελλάδα εμφανίζει συνολικό έλλειμμα προετοιμασίας -13,9%, από τα υψηλότερα στην ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν το μέγεθος των «ρυπογόνων» κλάδων δεν είναι δυσανάλογο, η χαμηλή τους προσαρμοστικότητα κάνει την οικονομία πιο ευάλωτη.

Σε απειλή 3 στα 10 ευρώ του ΑΕΠ

Η εικόνα αυτή, οδηγεί, όπως σημειώνει η μελέτη, στο να βρίσκονται σε κίνδυνο απώλειας ή βαθιάς αναδιάρθρωσης λόγω της μετάβασης σχεδόν 3 στα 10 ευρώ του ελληνικού ΑΕΠ. Ειδικότερα, η μελέτη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για:

  • Κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας σε ενεργοβόρους κλάδους (βιομηχανία, ενέργεια, μεταφορές).
  • Αναταράξεις σε περιφέρειες με έντονη βιομηχανική ή ενεργειακή δραστηριότητα (π.χ. Δυτική Μακεδονία, λιμάνια με μεγάλη ναυτιλιακή δραστηριότητα).
  • Απειλή στην ανταγωνιστικότητα της χώρας, εάν άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες προσαρμοστούν ταχύτερα στις επιταγές της κλιματικής ουδετερότητας.

Προτάσεις

Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη του Bruegel καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απαιτείται μια διπλή στρατηγική:

Απανθρακοποίηση

  • Σταδιακή επιβολή ισχυρότερων φόρων άνθρακα ή αυστηρότερων μηχανισμών τιμολόγησης εκπομπών.
  • Επιδότηση έρευνας και καινοτομίας σε πράσινες τεχνολογίες (π.χ. καθαρή ναυτιλία, πράσινο υδρογόνο, ηλεκτροκίνηση). Για παράδειγμα, όπως σημειώνεται αντί να επιδιώκεται η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αποκλειστικά μέσω φόρων άνθρακα, προτείνεται ο συνδυασμός φόρων άνθρακα – ώστε οι ρυπογόνες τεχνολογίες να καταστούν ακριβότερες – με επιδοτήσεις για έρευνα και ανάπτυξη καθαρών τεχνολογιών, ώστε να ενισχυθεί η καινοτομία στον τομέα αυτό. Ειδικά για την Ελλάδα (και τη Δανία) τονίζεται ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί αυτή η στρατηγική στον τομέα της ναυτιλίας, ο οποίος υπόκειται σε έντονο διεθνή ανταγωνισμό. Οι επιδοτήσεις θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην ανάπτυξη νέων κινητήρων χαμηλών εκπομπών και βιώσιμων καυσίμων, ενώ οι υφιστάμενοι κινητήρες και τα καύσιμα υψηλών εκπομπών θα μπορούσαν να επιβαρυνθούν με φόρους. Έτσι, οι δύο χώρες έχουν τη δυνατότητα να αναδειχθούν σε ηγέτες της «καθαρής ναυτιλίας».
  • Ενίσχυση επενδύσεων σε ΑΠΕ και αποθήκευση ενέργειας, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από φυσικό αέριο.

Διαρθρωτικές αλλαγές

  • Επανεκπαίδευση και αναβάθμιση δεξιοτήτων εργαζομένων, ώστε να μετακινηθούν από κλάδους υψηλής έντασης άνθρακα σε νέες πράσινες βιομηχανίες.
  • Περιφερειακή στήριξη στις περιοχές που κινδυνεύουν να μείνουν πίσω, για να αποφευχθούν κοινωνικές εντάσεις και «θύλακες εγκατάλειψης».
  • Στρατηγικές συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τη δημιουργία «πράσινων clusters» στη βιομηχανία και στις μεταφορές.

Διαβάστε ακόμη