Η δανέζικη εταιρεία Orsted A/S αποτελεί ξανά το χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο τομέας της αιολικής ενέργειας, αναφέρει το Bloomberg σε ανάλυσή του. Παρόλο που κάποτε θεωρούνταν η «αγαπημένη» της βιομηχανίας και αξιολογούνταν υψηλότερα από τον πετρελαϊκό κολοσσό BP, η μετοχή της εταιρείας έχει υποχωρήσει σταθερά τα τελευταία χρόνια, καθώς η Orsted εγκατέλειψε αρκετά έργα, μείωσε θέσεις εργασίας και αναθεώρησε προς τα κάτω τους χρηματοοικονομικούς της στόχους.
Αυτή την εβδομάδα, οι μετοχές της υποχώρησαν πάνω από 30%, ενώ από τον Ιανουάριο του 2021 έχουν χάσει πάνω από 80% της αξίας τους. Η απογοήτευση των επενδυτών έγινε ακόμη πιο εμφανής μετά την ανακοίνωση της εταιρείας για αύξηση κεφαλαίου ύψους έως και 60 δισεκατομμυρίων δανέζικων κορωνών (περίπου 9,4 δισεκατομμύρια δολάρια), ποσό που αντιπροσωπεύει πάνω από το μισό της κεφαλαιοποίησής της. Η κίνηση αυτή, αν και απαραίτητη για τη διαχείριση της ρευστότητας, οδήγησε τη μετοχή σε τιμές κάτω από την αρχική δημόσια προσφορά, υπογραμμίζοντας την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών στην εταιρεία.
Η Orsted απέδωσε εν μέρει τα προβλήματά της στις πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ, οι οποίες περιορίζουν την ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντλήσει κεφάλαια από την πώληση συμμετοχών στο έργο Sunrise Wind κοντά στη Νέα Υόρκη. Πράγματι, η αμερικανική κυβέρνηση έχει ακυρώσει άδειες, έχει σταματήσει έργα υπό κατασκευή και έχει αποσύρει φορολογικές πιστώσεις, εκτός αν τα έργα ολοκληρωθούν σε συγκεκριμένα χρονικά όρια, δημιουργώντας ανασφάλεια και αβεβαιότητα για τους επενδυτές. Ωστόσο, τα θεμελιώδη προβλήματα της Orsted υπήρχαν πολύ πριν από την προεδρία Τραμπ, υποδεικνύοντας ότι η εταιρεία αντιμετωπίζει σημαντικές εσωτερικές στρατηγικές προκλήσεις. Η επικέντρωση σχεδόν αποκλειστικά σε υπεράκτια αιολικά πάρκα, ενώ αποφάσισε να πουλήσει την ευρωπαϊκή χερσαία δραστηριότητά της, την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε μία μόνο αγορά, η οποία εξαρτάται από κυβερνητικές εγγυήσεις τιμών.
Επιπλέον, η στρατηγική της για τη δημιουργία όλο και μεγαλύτερων ανεμογεννητριών έχει προκαλέσει νέα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην κατασκευή, καθώς απαιτούνται μεγαλύτερα εξαρτήματα, ειδικά εργαλεία και υποδομές, ενώ η μεταφορά τους και η εγκατάσταση γίνονται πιο περίπλοκες. Παρά τις προσπάθειες για μείωση του κόστους εγκατάστασης ανά μονάδα, οι αυξανόμενες διαστάσεις των ανεμογεννητριών έχουν οδηγήσει σε καθυστερήσεις και υπερβολικές πιέσεις στην αλυσίδα παραγωγής, καθιστώντας τα έργα πιο δαπανηρά και επισφαλή.
Η δανέζικη κυβέρνηση, κύριος μέτοχος της Orsted, αναλαμβάνει σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης, παρέχοντας πάνω από το μισό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, κάτι που ισοδυναμεί ουσιαστικά με κρατική διάσωση. Παράλληλα, η κίνηση αυτή έχει προκαλέσει πολιτικές αντιδράσεις και κριτική από αντιπολιτευόμενα κόμματα, ενώ εγείρει ερωτήματα σχετικά με τα όρια της κρατικής στήριξης σε εταιρείες που παίρνουν στρατηγικές αποφάσεις υψηλού ρίσκου.
Η περίπτωση της Orsted αναδεικνύει ότι η μετάβαση σε βιώσιμη ενέργεια δεν απαιτεί μόνο επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές, αλλά και ισχυρές επιχειρηματικές στρατηγικές, καλή διαχείριση ρευστότητας, διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων και σωστό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση τεχνικών και εμπορικών προκλήσεων. Η εταιρεία παραμένει ένα σημαντικό μάθημα για ολόκληρο τον κλάδο: η επίτευξη φιλόδοξων στόχων πράσινης ενέργειας προϋποθέτει τόσο τεχνογνωσία όσο και επιχειρηματική δεξιοτεχνία, διαφορετικά ακόμη και πρωτοπόρες εταιρείες μπορεί να βρεθούν σε κρίση.
Διαβάστε ακόμη