Τον Ιούνιο του 2025, η ηλιακή ενέργεια κατέγραψε μια ιστορική νίκη στην Ευρώπη: για πρώτη φορά αναδείχθηκε η μεγαλύτερη πηγή ηλεκτροπαραγωγής στην ΕΕ, καλύπτοντας το 22,1% του ενεργειακού μείγματος. Την ίδια στιγμή, οι συνολικές εγκαταστάσεις έφτασαν σε σημείο να επιτρέπουν την επίτευξη του στόχου του REPowerEU για 320 GW AC (400 GW DC) έως το τέλος του 2025. Όμως, πίσω από τη λαμπερή αυτή επιτυχία, διαγράφεται μια ανατριχιαστική επιβράδυνση στην αγορά, με την Ελλάδα να παραμένει ένα από τα λίγα φωτεινά παραδείγματα στο πεδίο των εμπορικών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Solar Power Europe το 2024, η αγορά ηλιακής ενέργειας στην ΕΕ σημείωσε αύξηση μόλις 3,3%, ενώ για το 2025 προβλέπεται η πρώτη μείωση της τελευταίας δεκαετίας, με ρυθμό -1,4%. Το φρενάρισμα οφείλεται κυρίως στην κατάρρευση του οικιακού τομέα, καθώς οι καταναλωτές διστάζουν να επενδύσουν σε rooftop εγκαταστάσεις λόγω πτώσης των τιμών ρεύματος και υποχώρησης των επιδοτήσεων. Ειδικά στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Πολωνία, ο τερματισμός των κινήτρων οδήγησε σε κατακόρυφη πτώση κατά 40% έως και 60% στις οικιακές εγκαταστάσεις, επηρεάζοντας την ευρωπαϊκή αγορά συνολικά.
Φωτοβολταϊκά: Η Ελλάδα σέρνει τον χορό σε εμπορικό και βιομηχανικό τομέα
Μέσα σε αυτή τη γενική καθίζηση, η Ελλάδα καταγράφει μια αξιοσημείωτη πορεία στον εμπορικό και βιομηχανικό τομέα (C&I). Μαζί με τη Γαλλία και τη Γερμανία, αποτέλεσε μία από τις τρεις χώρες που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη απόλυτη αύξηση στον τομέα C&I το 2024. Παρότι για το 2025 η δυναμική αναμένεται να περιοριστεί και να δώσει τη θέση της σε νέες αναδυόμενες αγορές όπως η Ισπανία και η Ουγγαρία, η ελληνική συμβολή στο ευρωπαϊκό ισοζύγιο παραμένει σημαντική. Η αυξημένη ζήτηση από επιχειρήσεις που αναζητούν εργαλεία αντιστάθμισης του ενεργειακού κινδύνου και μείωσης του λειτουργικού κόστους, είναι ένας από τους λόγους πίσω από την επιτυχία της ελληνικής αγοράς στον C&I τομέα.
Η συνολική εικόνα της αγοράς ωστόσο προκαλεί ανησυχία για την επίτευξη του στόχου του 2030, που είναι η εγκατάσταση 600 GW AC (750 GW DC) ηλιακής ισχύος. Για να γίνει αυτό πραγματικότητα, η ΕΕ θα πρέπει να εγκαθιστά κατά μέσο όρο 69,6 GW ετησίως την επόμενη πενταετία – ρυθμός σαφώς ταχύτερος από τον σημερινό. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της SolarPower Europe, με τα τρέχοντα δεδομένα η ΕΕ θα φτάσει μόλις τα 723 GW DC έως το 2030, χάνοντας τον στόχο για περίπου 27 GW.
Το σήμα κινδύνου είναι ξεκάθαρο: για να ανακτήσει η αγορά την αναπτυξιακή της δυναμική απαιτείται θεσμική σταθερότητα, ανασχεδιασμός των δημοπρασιών, βελτίωση του πλαισίου για τα εταιρικά PPA και, πάνω από όλα, δραστική ενίσχυση της αποθήκευσης ενέργειας και της ευελιξίας του συστήματος.
Το 2025 καταγράφεται αύξηση 52% στο στόλο μπαταριών της ΕΕ, ο οποίος αναμένεται να φτάσει τα 75 GWh έως το τέλος του έτους. Η τάση ευνοεί κυρίως τα μεγάλα έργα, καθώς η αποθήκευση σε οικιακό επίπεδο περιορίζεται από την πτώση των τιμών λιανικής και την εξάντληση των επιδοτήσεων. Η SolarPower Europe υπολογίζει ότι υπό ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες, η χωρητικότητα αποθήκευσης θα μπορούσε να φτάσει τα 500 GWh έως το 2029 – δεκαπλασιασμός από τα επίπεδα του 2024.
Η αξία της ηλιακής ενέργειας στο σύστημα μειώνεται εξαιτίας της αποκαλούμενης «κανιβαλιστικής τιμολόγησης». Όσο περισσότερη ηλιακή παραγωγή συμπίπτει με τις ώρες χαμηλής ζήτησης, τόσο πέφτει η τιμή πώλησης. Ενδεικτικά, στη Γερμανία – την ηγέτιδα αγορά της ΕΕ – το capture rate της ηλιακής ενέργειας έπεσε στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 31% τον Ιούνιο 2025. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί έλαβαν κατά μέσο όρο μόνο το 31% της τιμής χονδρικής αγοράς για το ηλιακό ρεύμα.
Παράλληλα, τα εταιρικά συμβόλαια αγοραπωλησίας (cPPAs) που λειτούργησαν ως βασικό εργαλείο ανάπτυξης, αντιμετωπίζουν σοβαρή κάμψη. Το δεύτερο τρίμηνο του 2025 καταγράφηκε πτώση 41% στις νέες συμβάσεις, με τους αγοραστές να διστάζουν λόγω της αβεβαιότητας τιμών και τους πωλητές να μην μπορούν να απορροφήσουν τιμές κάτω από το σταθερό κόστος παραγωγής.
Οι δημοπρασίες αναδεικνύονται σε κρίσιμο εργαλείο. Το 2024 καταγράφηκε ρεκόρ με πάνω από 20 GW σε κατακυρωθείσα ισχύ, με τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ιταλία να ηγούνται. Στη Γερμανία, η τελευταία καινοτόμος δημοπρασία κατέγραψε τιμές χαμηλότερες από 0,05 €/kWh για έργα ηλιακής ενέργειας με αποθήκευση, επιβεβαιώνοντας τον αυξανόμενο ανταγωνισμό.
Η κατάρρευση του οικιακού τομέα παραμένει η κύρια αιτία της κάμψης. Το 2025 αναμένεται μείωση κατά 11%, με τις νέες εγκαταστάσεις rooftop να φτάνουν τα 32,4 GW – κάτω από τις 36,3 GW του 2024. Ο τομέας που αντέχει είναι τα plug-in solar, όπως τα «μπαλκονάτα» συστήματα στη Γερμανία, όπου ήδη αγγίζουν το 1 εκατομμύριο εγκαταστάσεις. Στον αντίποδα, το Βέλγιο, η Αυστρία και η Τσεχία καταγράφουν πτώσεις έως και 60%, ενώ και η Πολωνία κινείται πτωτικά μετά τη μετάβαση από το net metering στο net billing.
Όσον αφορά το utility-scale, συνεχίζει να ενισχύεται, καλύπτοντας πλέον το 50% των νέων εγκαταστάσεων για το 2025. Η Ισπανία, η Γερμανία και η Ιταλία οδηγούν την πορεία. Συνολικά, αυτές οι τρεις χώρες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% των νέων έργων μεγάλης κλίμακας, εκμεταλλευόμενες τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων, τις δημοπρασίες και τα PPAs προηγούμενων ετών.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Με ισχυρή παρουσία στον C&I και με την προοπτική αποθήκευσης να αναδεικνύεται στρατηγικής σημασίας, έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει τη θέση της στον ευρωπαϊκό ηλιακό χάρτη. Η διατήρηση και ενίσχυση των θεσμικών εργαλείων, η πρόσβαση σε σχήματα μακροχρόνιας χρηματοδότησης και η στήριξη υβριδικών μοντέλων φωτοβολταϊκών και αποθήκευσης θα κρίνουν αν η χώρα θα είναι πρωταγωνιστής στη νέα εποχή της ευρωπαϊκής ηλιακής ενέργειας.
Διαβάστε ακόμη