Σε μια περίοδο κατά την οποία η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί κεφάλαια, τεχνολογική καινοτομία και ρυθμιστική επάρκεια, οι επενδυτές που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά ΑΠΕ επισημαίνουν με σαφήνεια τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για να συνεχίσουν να τοποθετούν κεφάλαια στη χώρα: διαφάνεια, σταθερότητα στο ρυθμιστικό πλαίσιο και προβλεψιμότητα στο επενδυτικό ρίσκο. Το 8ο InvestGR Forum ανέδειξε για μία ακόμη φορά ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν. Εκείνο που ζητείται είναι καθαροί κανόνες, συνέπεια στις αποφάσεις και χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των αλλαγών που έχουν εξαγγελθεί. Η αγορά δεν απαιτεί μηδενικό ρίσκο – απαιτεί, όμως, να γνωρίζει εκ των προτέρων το μέγεθος του ρίσκου και τις σταθερές παραμέτρους μέσα στις οποίες θα λειτουργήσει.

Από τη μία, ο Θανάσης Τσαντίλας, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Rokas Renewables (θυγατρικής της ισπανικής Iberdrola), υπογράμμισε την ανάγκη να διατηρηθεί η συνέχεια των πολιτικών που στηρίζουν τις επενδύσεις. Από την άλλη, ο Θωμάς Σταύρου, Country Manager της Valorem στην Ελλάδα, έδωσε έμφαση στην ανάγκη να οριοθετείται επακριβώς το επενδυτικό ρίσκο και να μην αιφνιδιάζεται η αγορά με συνεχείς μεταβολές στο θεσμικό περιβάλλον. Οι δύο τοποθετήσεις, αν και διαφορετικές σε έμφαση, συγκλίνουν στο βασικό μήνυμα: χωρίς σταθερότητα και προβλεψιμότητα, η ενεργειακή μετάβαση δεν μπορεί να είναι ελκυστικό πεδίο για μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχέδια.

Ο Θανάσης Τσαντίλας τόνισε ότι βρισκόμαστε στο μέσον μιας ενεργειακής μετάβασης που συμβαίνει μία φορά ανά αιώνα. Εξήγησε ότι, αν και δεν είναι ακόμη γνωστό το τέλος της διαδρομής, το όραμα είναι σαφές: εξηλεκτρισμός και ανταγωνιστικότητα, με ένα δίκτυο ικανό να απορροφήσει ηλεκτρικά φορτία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σημείωσε ότι τα τελευταία 10-15 χρόνια, κάθε σημαντική αλλαγή συντελέστηκε επειδή υπήρξε σταθερή εικόνα από την Πολιτεία – ένας οδικός χάρτης, έστω και με μικρές αποκλίσεις, που έδινε στους επενδυτές τη βεβαιότητα να προχωρήσουν. Αντίθετα, όταν τα σήματα ήταν θολά ή αντιφατικά, οι επενδύσεις «κόλλησαν».

Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στους όρους σύνδεσης, οι οποίοι – από τον Αύγουστο του 2022 – καθορίζονται με σαφήνεια από τον ΑΔΜΗΕ. Όπως είπε, πρόκειται για αποφάσεις που στηρίζουν κεφαλαιουχικές επενδύσεις με μακροχρόνιο ορίζοντα 15–20 ετών, και ως εκ τούτου πρέπει να παραμένουν δεσμευτικές όσο διαρκεί ο επενδυτικός κύκλος. Υπερασπίστηκε τη διατήρηση της τρέχουσας πορείας με τις όποιες προσαρμογές της, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση των έργων που ανήκουν στις κατηγορίες Α και Β. «Ας ολοκληρώσουμε αυτό που ξεκινήσαμε και μετά ας περάσουμε σε νέο μοντέλο», υπογράμμισε.

Παράλληλα, υποστήριξε ότι πρέπει να υπάρχει σαφές σήμα για το πώς κάποιος εισέρχεται στην αγορά, με ποιους όρους συμμετέχει, αλλά και με ποιες εναλλακτικές. Περιέγραψε το σύστημα ως αρκετά ευέλικτο – κάτι που πρέπει να διατηρηθεί – επιτρέποντας σε κάθε επενδυτή να επιλέγει διαφορετικό τρόπο εισόδου, σύμφωνα με τη στρατηγική του. Κλείνοντας, τόνισε ότι η μετάβαση δεν ολοκληρώνεται με δηλώσεις προθέσεων, αλλά με αποφάσεις που διατηρούν τη δέσμευση της Πολιτείας απέναντι στους επενδυτές.

Από την πλευρά του, ο Θωμάς Σταύρου περιέγραψε με πιο αιχμηρό τόνο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αγορά. Ανέφερε ότι, παρότι η Valorem δραστηριοποιείται στην Ελλάδα από το 2020, η έλλειψη σταθερότητας είναι μια από τις βασικές ανησυχίες όλων των ξένων επενδυτών. «Κάθε τρεις μήνες κάτι μπορεί να αλλάξει», είπε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι αυτό κάνει πολύ δύσκολο το να καταρτίσει κάποιος ένα αξιόπιστο business plan. Αναγνώρισε, βέβαια, ότι υπάρχουν ρίσκα – όμως, εκείνο που ζητά ο επενδυτής είναι να γνωρίζει το εύρος αυτών των ρίσκων. Αν οι περικοπές (curtailments) είναι αναμενόμενες, τότε θα πρέπει να ενταχθούν στους υπολογισμούς. Αν όμως είναι ακανόνιστες και ασαφείς, τότε καθίσταται αδύνατος ο σχεδιασμός.

Σχολίασε ακόμη ότι το πρόβλημα του δικτύου δεν λύνεται μόνο με ευχολόγια. Το παρομοίασε με έναν κουβά που έχει συγκεκριμένη χωρητικότητα: αν θέλουμε να προσθέσουμε περισσότερο νερό, πρέπει να φτιάξουμε και άλλον κουβά. Διαφορετικά, όσα κι αν ειπωθούν για την ελκυστικότητα της αγοράς, θα παραμείνουν γράμμα κενό.

Αναφορικά με τις αποχωρήσεις ξένων εταιρειών, ο κ. Σταύρου παραδέχθηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις που οι αποφάσεις αποχώρησης δεν σχετίζονται απαραίτητα με το δίκτυο ή με την Πολιτεία. Τόνισε όμως πως η ελληνική αγορά δεν είναι άπειρη σε μέγεθος – «δεν είμαστε ούτε Γαλλία, ούτε Γερμανία» είπε – και γι’ αυτό πρέπει να γίνει ρεαλιστικός σχεδιασμός για το πού μπορεί να φτάσει η δυναμική της. Αναφέρθηκε σε προηγούμενη συνάντησή του με τον πρώην Υπουργό Κώστα Σκρέκα, όπου είχε θέσει ευθέως το ερώτημα αν ο σχεδιασμός της χώρας θα οδηγήσει σε αποεπένδυση ή ανάπτυξη. Όπως είπε, έλαβε διαβεβαιώσεις ότι ο στόχος είναι η παραμονή και ενίσχυση των σοβαρών επενδυτών, κάτι που διατηρεί την αισιοδοξία του μέχρι σήμερα.

Κλείνοντας την παρέμβασή του, έστρεψε το βλέμμα σε ένα θέμα που παραμένει εκτός δημόσιου διαλόγου: τον περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο των έργων. Τόνισε ότι τα έργα ΑΠΕ δεν είναι ουδέτερα από πλευράς επίδρασης στον τοπικό ιστό, και ότι η Πολιτεία θα μπορούσε να ενσωματώσει δείκτες κοινωνικής ευθύνης στην προτεραιοποίηση των έργων. «Αν ήμουν υπουργός, θα έλεγα: παίρνεις προτεραιότητα αν η εταιρεία σου εφαρμόζει agroPV, αν σέβεται την τοπική κοινωνία και φέρνει καινοτομία», δήλωσε.

Το κοινό μήνυμα και των δύο επενδυτών είναι σαφές: η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει ελκυστικός κόμβος πράσινης ανάπτυξης. Όμως, για να συμβεί αυτό, χρειάζεται να χτιστεί εμπιστοσύνη – και η εμπιστοσύνη χτίζεται με προβλεψιμότητα, συνέπεια και διαφάνεια, όχι με αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις και συνεχείς ανατροπές.

Διαβάστε ακόμη