Η ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα έχει έρθει εδώ και καιρό αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που έχει υιοθετήσει η χώρα μας θέτει φιλόδοξους στόχους που απαιτούν συντονισμένες επενδύσεις και αλλαγές, όμως ένας συνδυασμός παραγόντων στέκονται συχνά εμπόδιο σε αυτές. Ανάλυση της εταιρείας Ricardo προειδοποιεί πως η Ελλάδα ενδέχεται να μην πετύχει τους στόχους που έχουν τεθεί στο ΕΣΕΚ της. Η υπερβολική επένδυση στα φωτοβολταϊκά χωρίς την ανάλογη ανάπτυξη έργων αποθήκευσης ενέργειας, καθώς και οι σοβαρές καθυστερήσεις στα υπεράκτια αιολικά, αποτελούν τους τομείς που απειλούν να εκτροχιάσουν τη μετάβαση της χώρας, κάνοντάς τη πιο δαπανηρή.
Όπως επισημαίνει η Ricardo, το ΕΣΕΚ της Ελλάδας περιλαμβάνει έναν ολοκληρωμένο οδικό χάρτη για την απανθρακοποίηση του ενεργειακού της συστήματος έως το 2050, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η απανθρακοποίηση του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας μέσω μιας ισορροπημένης ανάπτυξης ΑΠΕ και μονάδων αποθήκευσης ενέργειας. Συγκεκριμένα, το ΕΣΕΚ προβλέπει πως έως το 2030 η Ελλάδα θα έχει εγκαταστήσει φωτοβολταϊκά ισχύος 13,5 GW, 4,8 GW μονάδων αποθήκευσης (μπαταρίες και αντλησιοταμίευση), 8,9 GW χερσαίων αιολικών πάρκων και 1,9 GW υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Με βάση την ανάλυση της Ricardo, αυτό αποτελεί το «Κεντρικό Σενάριο» του ΕΣΕΚ, όπου διαθέτει ισορροπία και «επιτρέπει την ενσωμάτωση των στοχαστικών ΑΠΕ χωρίς υπερβολική εξάρτηση από μονάδες φυσικού αερίου, διατηρώντας τις εκπομπές και το κόστος υπό έλεγχο».
Ωστόσο, η Ricardo περιέγραψε και ένα «Αποκλίνον Σενάριο» από τους στόχους του ΕΣΕΚ, το οποίο στηρίζεται στην τρέχουσα πορεία της ελληνικής ενεργειακής μετάβασης. Το Αποκλίνον Σενάριο προβλέπει πως οι επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά μπορεί να ξεπεράσουν τους στόχους του ΕΣΕΚ κατά 37% έως το 2030, ενώ η αποθήκευση θα είναι κατά 54% χαμηλότερη. Παράλληλα, με βάση αυτό το σενάριο, η ανάπτυξη της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας προβλέπεται να καθυστερήσει, φτάνοντας τον στόχο του 2030 μόλις το 2034. «Αυτές οι αποκλίσεις, αν και υποθετικές, βασίζονται σε πραγματικές τάσεις», τονίζει η Ricardo. «Τα φωτοβολταϊκά προσελκύουν επενδύσεις λόγω της συνεχούς πτώσης του κόστους, ενώ η αποθήκευση και η υπεράκτια αιολική ενέργεια αντιμετωπίζουν οικονομικά, ρυθμιστικά και τεχνικά εμπόδια», προσθέτει.
Η ανισορροπία φωτοβολταϊκών και αποθήκευσης θα επιφέρει απότομη αύξηση των περικοπών ηλιακής ενέργειας. Πιο αναλυτικά, χωρίς τις απαραίτητες επενδύσεις σε αποθήκευση, τα ποσοστά των περικοπών ενδέχεται να αυξηθούν στο 10-18%, σε σύγκριση με μόλις 5% στο Κεντρικό Σενάριο. Αυτό, πέρα από σπατάλη καθαρής ενέργειας, θα υπονομεύσει και την οικονομική βιωσιμότητα των έργων. Επιπλέον, η έλλειψη επαρκούς αποθήκευσης εντείνει τη διακύμανση των τιμών. Αυτή η διακύμανση μπορεί να ωφελήσει τις μονάδες αποθήκευσης που θα τεθούν σε λειτουργία, αφού θα αποκομίζουν σημαντικά κέρδη για κάποια χρόνια μέσω του arbitrage. Ωστόσο, θα δημιουργήσει αβεβαιότητα για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά και θα αυξήσει το κόστος των εφεδρειών.
Αναφορικά με τα υπεράκτια αιολικά, η Ricardo χαρακτηρίζει τις καθυστερήσεις στον τομέα αυτόν ως μια χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα. Η καθυστερημένη ανάπτυξη της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας στο Αποκλίνον Σενάριο έχει ευρείες επιπτώσεις, αναφέρει, ενώ εξηγεί πως «για την περίοδο 2031-2034, το έλλειμμα υπεράκτιας αιολικής οδηγεί σε αύξηση των εκπομπών άνθρακα κατά 30% και του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας κατά 20%, σε σύγκριση με το Κεντρικό Σενάριο. Το κενό καλύπτεται από μονάδες φυσικού αερίου, ανεβάζοντας τις τιμές στην αγορά και τις εκπομπές». Οι μεγάλοι χαμένοι φυσικά θα είναι οι καταναλωτές, οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν υψηλότερους λογαριασμούς ρεύματος.
«Η ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι», συμπεραίνει η Ricardo. Αν και το ΕΣΕΚ προσφέρει έναν αξιόπιστο οδικό χάρτη, οι πραγματικές επενδυτικές τάσεις αποκλίνουν με τρόπους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την επιτυχία του. Κρίνει, δε, ως επείγουσα ανάγκη την εξισορρόπηση της ανάπτυξης φωτοβολταϊκών, αποθήκευσης και υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, ώστε να επανέλθει η χώρα σε «τροχιά ΕΣΕΚ». «Αν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση, το κόστος της αδράνειας, τόσο οικονομικό όσο και περιβαλλοντικό, θα είναι σημαντικό», καταλήγει η Ricardo.
Διαβάστε ακόμη