Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να τρέξει το πρόγραμμα των υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Και τρεις ακόμη πιο ισχυρούς λόγους για να το κάνει τώρα. Σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς, η διεθνής σκηνή των υπεράκτιων αιολικών βρίσκεται αυτή την περίοδο σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι χώρες που έδιναν μέχρι σήμερα τον ρυθμό —όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία— επιβραδύνουν προσωρινά τα πλάνα τους, προχωρώντας σε επαναδιαπραγμάτευση τιμών, αναδιάρθρωση project pipelines και αναπροσαρμογή στόχων, λόγω του υψηλού κόστους κεφαλαίου, της πίεσης στην αλυσίδα προμηθευτών και των αυξανόμενων απαιτήσεων χρηματοδότησης. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα εμβόλιμο «παράθυρο ευκαιρίας» για χώρες όπως η Ελλάδα, που μπορούν να πατήσουν ξανά το κουμπί και να μπουν στο παιχνίδι, ξεπερνώντας γραφειοκρατικά κωλύματα.
Ο δεύτερος λόγος έχει εγχώριο ενεργειακό χαρακτήρα: η ανάγκη αναδιάρθρωσης του εθνικού ενεργειακού μείγματος προς ένα πιο σταθερό και ισορροπημένο προφίλ παραγωγής. Με την ταχεία διείσδυση των φωτοβολταϊκών και την προβλεπόμενη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, η χώρα κινδυνεύει να εισέλθει σε καθεστώς υψηλής μεταβλητότητας στην ηλεκτροπαραγωγή. Τα υπεράκτια αιολικά —με σταθερότερο προφίλ από τα χερσαία και υψηλότερους συντελεστές απόδοσης (capacity factors έως και 55%)— μπορούν να προσφέρουν συμπληρωματικότητα στο σύστημα, ειδικά τις ώρες που τα φωτοβολταϊκά δεν αποδίδουν. Πρόκειται για τεχνολογία υψηλής ευστάθειας, που ενισχύει την ασφάλεια εφοδιασμού και υποστηρίζει την αποδοτική λειτουργία των δικτύων.
Ο τρίτος και ίσως πιο κρίσιμος λόγος είναι τεχνολογικός και βιομηχανικός. Η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα του πλωτού αιολικού κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, διαμορφώνοντας πρότυπα, τεχνολογικές συμμαχίες και μοντέλα χρηματοδότησης, τα οποία δεν θα παραμείνουν ανοιχτά επ’ αόριστον. Όπως προειδοποιούν στελέχη του κλάδου, η τεχνολογία των πλωτών ανεμογεννητριών —η οποία αναπτύσσεται με εκθετικούς ρυθμούς διεθνώς— ενδέχεται μέχρι το 2030 να έχει σταθεροποιηθεί γύρω από πρότυπα και πλατφόρμες που θα είναι οικονομικά απρόσιτες για βιομηχανίες και κράτη που δεν συμμετείχαν εξαρχής στην εξέλιξή τους.
Με απλά λόγια, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί στη θέση του απλού αποδέκτη εξοπλισμού και τεχνολογιών τρίτων—όπως η Τουρκία, που ήδη υπερέχει σε ναυπηγική και τεχνική υποδομή—χωρίς δυνατότητα παραγωγής, συνεισφοράς ή ελέγχου της αλυσίδας αξίας. Αντί να αποτελέσει μέρος του ευρωπαϊκού πυρήνα που δοκιμάζει, παράγει και εξάγει τεχνογνωσία, η χώρα κινδυνεύει να περιοριστεί στον ρόλο του τελικού καταναλωτή, με μικρό εγχώριο πολλαπλασιαστικό όφελος και με χαμένη τη δυνατότητα βιομηχανικής αναβάθμισης. Αν δεν αξιοποιηθεί μέσα στην επόμενη διετία το momentum – δεν θα ξανανοίξει με τους ίδιους όρους. Η εξέλιξη των συστημάτων αγκυροβόλησης, των πλωτήρων και των θαλάσσιων μεταφορών για μονάδες παραγωγής εξελίσσεται με τέτοια ταχύτητα, που σύντομα θα διαμορφώσει κλειστά μοντέλα αλυσίδας προμηθευτών, από τα οποία όσοι απουσιάζουν σήμερα, δύσκολα θα εισέλθουν στο μέλλον.
Στο 2028 μετατίθενται οι πρώτοι διαγωνισμοί
Και όμως, παρά το παράθυρο ευκαιρίας η στασιμότητα παραμένει στην ελληνική αγορά. Πριν τρία χρόνια, η χώρα δήλωνε έτοιμη να γίνει ηγετικός παίκτης στη νέα ευρωπαϊκή αγορά των υπεράκτιων αιολικών. Σήμερα, η φιλοδοξία αυτή μοιάζει να έχει ξεχαστεί στα χαρτιά – χαμένη κάπου ανάμεσα σε εξαγγελίες, καθυστερήσεις και υπουργικά συρτάρια. Όπως σχολιάζουν άτομα με γνώση του θέματος η Κοινή Υπουργική Απόφαση που θα ενεργοποιούσε το Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης ΥΑΠ δεν έχει ακόμα υπογραφεί, τα προεδρικά διατάγματα δεν έχουν συνταχθεί, και ολόκληρο το θεσμικό οικοδόμημα που θα άνοιγε τον δρόμο για τις πρώτες επενδύσεις παραμένει σε εκκρεμότητα.
Από τον Οκτώβριο του 2024, η υπογραφή της ΚΥΑ αναβάλλεται συνεχώς, παρασύροντας μαζί της το κρίσιμο βήμα της ίδρυσης της εταιρείας ειδικού σκοπού (SPV) που θα αναλάμβανε τις πρώτες τεχνικές και περιβαλλοντικές μελέτες για τις περιοχές ανάπτυξης. Η σύσταση του SPV —θεσμοθετημένη από τον Απρίλιο του 2024— θα λειτουργούσε ως μηχανισμός μείωσης ρίσκου, παρέχοντας στους επενδυτές πλήρες πακέτο τεκμηρίωσης, προκειμένου να μπορούν να καταθέσουν ανταγωνιστικές προσφορές με ασφάλεια και προβλεψιμότητα. Όμως χωρίς την ΚΥΑ -η οποία πρέπει να υπογραφεί από 9 υπουργεία- το SPV δεν μπορεί να συσταθεί. Και χωρίς SPV, δεν υπάρχει ούτε μελέτη, ούτε πρόγραμμα, ούτε ορατότητα. «Αυτή η αλυσίδα των καθυστερήσεων φαίνεται πως θα πάει τον διαγωνισμό για το 2028», λένε πηγές.
Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, η πρώτη φάση του εγχειρήματος δεν απαιτεί τεράστια κεφάλαια — και ακριβώς γι’ αυτό η συνεχιζόμενη αδράνεια δεν έχει καμία δικαιολογία. «Αρκεί ένα σαφές σήμα», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Ένα σήμα πως το κράτος δεν έχει ξεχάσει όσα υποσχέθηκε και πως η Ελλάδα εξακολουθεί να διεκδικεί θέση στον νέο ευρωπαϊκό χάρτη των πλωτών τεχνολογιών. Γιατί αυτή τη στιγμή, η εικόνα που εκπέμπεται προς τα έξω είναι το ακριβώς αντίθετο: αβεβαιότητα, αναβλητικότητα και έλλειψη στρατηγικής συνέχειας.
Η θεσμική ακινησία δεν έχει περάσει απαρατήρητη από την επενδυτική κοινότητα. Πολλές ξένες εταιρείες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αποκλειστικά με βάση την προσδοκία ότι η χώρα θα πρωταγωνιστήσει στην περιοχή. Ορισμένες εξ αυτών προγραμμάτιζαν τη δημιουργία περιφερειακών hubs για τη Μεσόγειο, ενισχύοντας το ελληνικό παραγωγικό δυναμικό. Σήμερα, το ερώτημα δεν είναι αν θα συμμετάσχουν στους διαγωνισμούς — αλλά αν θα παραμείνουν στη χώρα μέχρι να γίνουν. Ωστόσο, όπως τονίζουν πηγές της αγοράς αν η Ελλάδα αποφασίσει να αντιδράσει πιο ζωηρά το ενδιαφέρον που έχει πράγματι ατονήσει, θα αρχίσει να ζωντανεύει και η επενδυτική κοινότητα θα επιστρέψει».
Η χώρα έχει το δυναμικό, έχει τη γεωγραφική θέση, έχει τις θάλασσες. Αυτό που της λείπει είναι ένα καθαρό, θεσμικό «ναι». Και αυτό ξεκινά από την υπογραφή μιας ΚΥΑ που καθυστερεί δέκα μήνες. Αν αυτή δεν έρθει τώρα, τίποτα άλλο δεν θα έρθει εγκαίρως.
Διαβάστε ακόμη