Ένα ανησυχητικό κενό διατρέχει ολόκληρη την αλυσίδα του νέου σχεδίου για την ανάπτυξη μονάδων βιομεθανίου στην Ελλάδα: η παντελής απουσία μηχανισμού συλλογής πρώτης ύλης. Παρά τη ρητή πρόθεση της κυβέρνησης να στρέψει την παραγωγή βιοαερίου προς πιο καθαρές και αποδοτικές τεχνολογίες, το πρόβλημα ξεκινά από τη βάση: δεν υπάρχει σήμερα κανένα οικονομικό ή θεσμικό κίνητρο για να παραδώσουν αγρότες, κτηνοτρόφοι ή επιχειρήσεις εστίασης τα οργανικά υπολείμματά τους προς ενεργειακή αξιοποίηση. «Χωρίς συλλογή πρώτης ύλης, δεν μπορεί να υπάρξει βιομεθάνιο», υπογράμμισε χαρακτηριστικά εκπρόσωπος της αγοράς, φωτίζοντας μια δομική υστέρηση που απειλεί να ακυρώσει στην πράξη την εφαρμογή του νέου μοντέλου.

Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε -στο πλαίσιο του συνεδρίου που διοργάνωσε το ΚΑΠΕ στο κτίριο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας- ο Γενικός Γραμματέας Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων, Μανώλης Γραφάκος ότι επίκειται η σύσταση ειδικού φορέα χωριστής συλλογής για τους υπόχρεους παραγωγούς αποβλήτων – με έμφαση σε ξενοδοχεία και μονάδες εστίασης. Η δομή αυτή, – που εφόσον ο προγραμματισμός ευημερήσει- θα λειτουργεί έως το 2026, αναμένεται να αποτελέσει μελλοντικό «πελάτη» των μονάδων βιομεθανίου, υποδεικνύοντας πως το πρόβλημα της συλλογής δεν είναι μόνο τεχνικό, αλλά απαιτεί ανασχεδιασμό της ίδιας της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Το ζήτημα της πρώτης ύλης αποτελεί κεντρική παράμετρο και στη ρυθμιστική προσέγγιση της ΡΑΑΕΥ, όπως εξήγησε ο Αντιπρόεδρος του Κλάδου Στερεών Αποβλήτων της Αρχής, Καθηγητής Κωνσταντίνος Αραβώσης, ο οποίος παρουσίασε ένα συνεκτικό σχέδιο για τη δημιουργία βιώσιμου πλαισίου τιμολόγησης, ενίσχυσης και παρακολούθησης των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων. Με αφετηρία το οργανικό κλάσμα, το οποίο χαρακτήρισε «το κλειδί για την επίτευξη των εθνικών στόχων», ο κ. Αραβώσης ανέδειξε την ανάγκη για θεσμική σαφήνεια, επενδυτική προβλεψιμότητα και ενίσχυση της εμπιστοσύνης μέσα από αξιόπιστους δείκτες και οικονομικά κίνητρα.

Με αναφορά στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο για τη λειτουργία των μονάδων βιομεθανίου, επισήμανε ότι «το κρίσιμο δεν είναι μόνο πώς θα λειτουργήσουν, αλλά με τι θα λειτουργήσουν». Όπως σημείωσε, σήμερα υπάρχουν περίπου 40 μονάδες αναερόβιας χώνευσης στη χώρα, από τις οποίες η πλειονότητα δεν καταφέρνει να εξασφαλίσει επαρκή τροφοδοσία με οργανικά απόβλητα. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι εγκαταστάσεις που είναι ενσωματωμένες σε κτηνοτροφικές μονάδες και αντλούν την πρώτη ύλη από τη δική τους παραγωγή.

Ειδικό βάρος δίνεται στην τιμολόγηση του οργανικού κλάσματος, που –ως ΑΠΕ– θα τύχει ενισχυμένης ταρίφας, και στο RDF, για το οποίο οι μονάδες αναμένεται να συμμετάσχουν σε ανταγωνιστικούς διαγωνισμούς με χαμηλότερες τιμές. Για να διασφαλιστεί η αξιοπιστία του συστήματος, η ΡΑΑΕΥ έχει αναθέσει την εκπόνηση μελέτης για τον προσδιορισμό του βιογενούς περιεχομένου του RDF, με χρήση ειδικού αλγορίθμου που θα αποσαφηνίζει το ποσοστό οργανικών και θα καθορίζει με ακρίβεια τα όρια επιδότησης.

Σύμφωνα με τον κ. Αραβώση, «είναι κρίσιμο να καθοριστούν με ορθολογικό τρόπο τα gate fees, καθώς αυτά επηρεάζουν ευθέως τη βιωσιμότητα των έργων». Παράλληλα, η Αρχή μελετά ευρωπαϊκές πρακτικές αναφορικά με το κόστος και τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από την αναερόβια χώνευση, συγκεντρώνοντας στοιχεία για τα καθεστώτα ενίσχυσης, τους συντελεστές ανταγωνιστικότητας και το ρυθμιστικό πλαίσιο που ισχύει σε άλλες χώρες. Όπως γνωστοποίησε, η σχετική πρόταση της ΡΑΑΕΥ, η οποία θα συνδυάζει ρυθμιστικά εργαλεία με οικονομικά κίνητρα και όχι απλώς δεσμευτικές υποχρεώσεις, αναμένεται να κατατεθεί στα συναρμόδια υπουργεία έως τον Σεπτέμβριο.

Οι ενστάσεις της αγοράς

Πάντως, η αγορά υποδέχθηκε το υπό συζήτηση νομοσχέδιο για την ανάπτυξη και λειτουργία μονάδων βιομεθανίου με επιφυλάξεις, ζητώντας να υπάρξουν ουσιαστικές τροποποιήσεις, προκειμένου να διασωθεί η βιωσιμότητα του κλάδου και να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης ελκυστικότητα για νέες επενδύσεις. Σε αυτή τη βάση, οι παρεμβάσεις του ΕΣΠΑΒ (Ένωση Συνδέσμων Παραγωγών Βιοενέργειας) όπως ακούστηκαν διά στόματος του Προέδρου, Αλέξανδρου Υφαντή, εστιάζουν σε τέσσερα κομβικά σημεία του σχεδίου νόμου που θεωρούνται κρίσιμα για τη βιωσιμότητα και την προοπτική ανάπτυξης των μονάδων. Πρώτον, έντονη είναι η αντίδραση στην πρόβλεψη για υποχρεωτική αξιοποίηση θερμικών φορτίων, καθώς όπως σημειώνεται, οδηγεί σε μείωση της παραγωγής κατά περίπου 15%, δημιουργώντας στρεβλώσεις στον ενεργειακό σχεδιασμό των μονάδων. Παράλληλα, ο περιορισμός της έγχυσης ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο σε μόλις 12 ώρες ημερησίως θεωρείται περιοριστικός, καθώς περιορίζει σημαντικά την εμπορική εκμετάλλευση της μονάδας, χωρίς να συνοδεύεται από κανένα αντιστάθμισμα.

Δεύτερον, το ζήτημα της σύνδεσης των μονάδων με το δίκτυο φυσικού αερίου ή διανομής φέρνει νέα αντικίνητρα. Ο Σύνδεσμος εισηγείται να υιοθετηθεί το ευρωπαϊκό μοντέλο κατανομής κόστους: κάλυψη του συνόλου της δαπάνης από τον διαχειριστή για απόσταση έως 5 χιλιόμετρα, ισόποση επιβάρυνση (50%-50%) για 5–10 χιλιόμετρα, και πλήρης μετακύλιση στον επενδυτή για αποστάσεις άνω των 10 χιλιομέτρων. Ωστόσο, το υπό διαβούλευση πλαίσιο προτείνει οριζόντια επιμερισμό 50%-50%, ανεξαρτήτως απόστασης, γεγονός που –κατά τον ΕΣΠΑΒ– μεταφέρει υπέρμετρα κόστη στις επενδύσεις και δρα αποτρεπτικά για την επιλογή απομακρυσμένων περιοχών.

Τρίτον, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην απουσία πρόβλεψης για τη χρήση του βιομεθανίου σε μορφή CNG ή BioLNG. Ο Σύνδεσμος ζητά τη θεσμοθέτηση δυνατοτήτων εικονικής μεταφοράς (virtual pipelines), εικονικού συμψηφισμού και εμπορικών συναλλαγών που θα δώσουν στη νέα αγορά την απαραίτητη ευελιξία, διευρύνοντας τις εφαρμογές και την απορρόφηση του παραγόμενου καυσίμου.

Τέλος, μείζον σημείο τριβής αποτελεί η έλλειψη οποιασδήποτε πρόβλεψης για οικονομική αποζημίωση της δραστηριότητας διαχείρισης αποβλήτων. Οι υφιστάμενες μονάδες βιοαερίου διαχειρίζονται αυτή τη στιγμή περίπου 4 εκατ. τόνους αποβλήτων ετησίως, χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε κανενός είδους έσοδο ή ενίσχυση. Ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι η δραστηριότητα αυτή συμβάλλει ενεργά στην κυκλική οικονομία και τη διαχείριση βιοαποβλήτων, γι’ αυτό και θα πρέπει να αποζημιώνεται είτε μέσα από έναν μηχανισμό «πληρωμής υπηρεσιών» είτε μέσα από τα εργαλεία της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού.

Από την πλευρά του, ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΕΝ, Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, απαντώντας στις επισημάνσεις του κ. Υφαντή και στις ενστάσεις της αγοράς, τόνισε πως βασική επιδίωξη του Υπουργείου είναι να ανοίξει τον δρόμο για την αξιοποίηση του βιομεθανίου ως κρίσιμου εργαλείου της ενεργειακής μετάβασης και κομβικού πυλώνα για την επίτευξη των εθνικών και ευρωπαϊκών στόχων. Ωστόσο, όπως επισήμανε, αυτό πρέπει να γίνει με τρόπο που δεν θα επιβαρύνει υπέρμετρα το ενεργειακό κόστος για τους καταναλωτές.

Διαβάστε ακόμη