Η Ευρώπη αναζητεί βιώσιμα και αποκεντρωμένα ενεργειακά μοντέλα, τα μικρά νησιά αναδεικνύονται σε πεδίο-κλειδί για την πράσινη μετάβαση. Με το βλέμμα στραμμένο στην απανθρακοποίηση, στην τοπική ενεργειακή επάρκεια και στη συμμετοχή των πολιτών, η νέα γενιά ενεργειακών κοινοτήτων που σχεδιάζεται για τον νησιωτικό χώρο έρχεται να καλύψει ένα θεσμικό και τεχνολογικό κενό δεκαετιών. Η Αστυπάλαια βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτού του μετασχηματισμού, λειτουργώντας ήδη ως εργαστήριο πολιτικής και καινοτομίας για την κοινοτική ενέργεια, όπως παρουσιάστηκε και στο πλαίσιο του διεθνούς webinar που διοργάνωσαν τα ευρωπαϊκά έργα LIFE Power-e-com και ISLET, με τη συμμετοχή φορέων από Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Κροατία και Δανία.

Η Ελλάδα, με τον έντονο νησιωτικό χαρακτήρα και τη στρατηγική της γεωγραφική θέση, συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να καταστεί πρωταγωνίστρια στο νέο αυτό ευρωπαϊκό αφήγημα. Τα έργα ILED, ISLET και PowerEcom, με χρηματοδότηση και τεχνική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέτουν τα θεμέλια για τη δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων που δεν υπόσχονται μόνο καθαρή ενέργεια, αλλά και μια νέα σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες, τις τοπικές αρχές και τα ενεργειακά δίκτυα. Η φιλοδοξία είναι μεγάλη – αλλά οι προκλήσεις πολυδιάστατες: από την ανεπάρκεια των τοπικών δικτύων και την έλλειψη έξυπνων υποδομών, έως την απουσία θεσμικής ωριμότητας, τη σύγκρουση με άλλες χρήσεις γης και την ανάγκη αλλαγής κουλτούρας σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας.

Το μήνυμα της ημερίδας είναι πως οι ενεργειακές κοινότητες στα νησιά δεν αποτελούν πλέον ένα τεχνικό εργαλείο για λίγους, αλλά αναδεικνύονται σε πολιτική επιλογή ευρωπαϊκής προτεραιότητας. Η ελληνική εμπειρία, με αιχμή την Αστυπάλαια και τη στήριξη φορέων όπως το Δίκτυο ΔΑΦΝΗ, δείχνει πως η πράσινη μετάβαση μπορεί να ξεκινήσει από τις μικρές κοινότητες – εφόσον τους δοθούν τα κατάλληλα μέσα και η θεσμική αυτοπεποίθηση να την υλοποιήσουν.

Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για κοινοτική ενέργεια στα νησιά, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως μία από τις βασικές χώρες που όχι μόνο φιλοξενούν πιλοτικά έργα, αλλά και συμβάλλουν ενεργά στη διαμόρφωση των μελλοντικών μοντέλων μετάβασης. Η Αστυπάλαια, γνωστή ήδη για την πρωτοποριακή της εμπλοκή στο πιλοτικό πρόγραμμα ηλεκτροκίνησης της Volkswagen, αποτελεί σήμερα το κεντρικό σημείο αναφοράς για το έργο ILED στην ελληνική επικράτεια. Το νησί φιλοδοξεί να μετατραπεί σε πρότυπο νησιωτικής ενεργειακής κοινότητας, η οποία, σε βάθος χρόνου, δεν θα διαχειρίζεται μόνο την παραγωγή και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά το σύνολο των κρίσιμων τοπικών υποδομών.

Η προετοιμασία που προηγήθηκε ήταν πολυεπίπεδη και μεθοδική. Περιλάμβανε αναλυτική αποτύπωση της γεωγραφίας του νησιού, των υφιστάμενων ηλεκτρικών και υδραυλικών δικτύων, των συστημάτων διαχείρισης αποβλήτων, των μεταφορών, των κοινωνικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού αλλά και των υπαρχουσών ενεργειακών αναγκών, όπως αυτές καταγράφηκαν μέσω έξυπνων μετρητών σε κατοικίες και επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε επίσης στη διερεύνηση των τεχνικών περιορισμών του δικτύου και της ικανότητας υποδοχής νέων ΑΠΕ, με τους συντελεστές του έργου να βρίσκονται σε συνεχή διαβούλευση με τον Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής και τις ρυθμιστικές αρχές.

Όπως εξηγεί ο Πέτρος Μαρκόπουλος, εκπρόσωπος του Δικτύου Αειφόρων Νήσων(ΔΑΦΝΗ), το οποίο αποτελεί εταίρο του έργου ILED και συντονιστή της ελληνικής συμμετοχής, η προσέγγιση που ακολουθήθηκε δεν περιορίζεται στα στενά όρια του ενεργειακού τομέα. «Στα νησιά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις υπόλοιπες υποδομές – η ενεργειακή μετάβαση συνδέεται με το νερό, τα απόβλητα, τη μετακίνηση. Πρέπει πρώτα να χτίσουμε εμπιστοσύνη, να σταθούμε δίπλα στις τοπικές κοινωνίες, και μετά να μιλήσουμε για ενεργειακές κοινότητες», επισημαίνει. Η ενεργειακή μετάβαση, ιδίως σε μικρές νησιωτικές κοινωνίες, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκομμένα από τις υπόλοιπες ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Πολλές φορές, μάλιστα, η ενέργεια δεν είναι καν η προτεραιότητα των κατοίκων – όπως προκύπτει από την ανάλυση των κοινωνικών δεδομένων, πρώτιστη ανάγκη συχνά είναι η βελτίωση της υδροδότησης ή της διαχείρισης απορριμμάτων.

Αν και η Αστυπάλαια συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας ως πιλοτικό παράδειγμα, η ελληνική συμμετοχή στο έργο ILED δεν εξαντλείται σε αυτή. Η χώρα συμμετέχει και με άλλα νησιά, ως μέλη του λεγόμενου «replication cluster», δηλαδή της ομάδας των νησιών όπου θα επιχειρηθεί η αναπαραγωγή των επιτυχημένων προτύπων που δοκιμάζονται στα πιλοτικά έργα. Παράλληλα, εκπρόσωποι από ελληνικούς δήμους και τοπικές αρχές συμμετέχουν σε δράσεις κατάρτισης, επιμόρφωσης και peer-to-peer ανταλλαγής τεχνογνωσίας που συντονίζονται από το έργο, ενισχύοντας σταδιακά την ωριμότητα των ελληνικών νησιών για ένταξη σε αντίστοιχα προγράμματα στο άμεσο μέλλον.

Η πράσινη μετάβαση στα νησιά της Ευρώπης: Όραμα υπό προϋποθέσεις

Αν και οι μικρές νησιωτικές κοινότητες της Ευρώπης προβάλλουν όλο και συχνότερα ως παραδείγματα προς μίμηση για μια καθαρή και δημοκρατική ενεργειακή μετάβαση, η πραγματικότητα είναι ότι το εγχείρημα αυτό παραμένει γεμάτο προκλήσεις, ειδικά στις χώρες της Μεσογείου. Το έργο ILED (Supporting Schemes for Community-Led Energy Transition in Small Mediterranean Islands), σε συνεργασία με τα έργα ISLET και PowerEcom, επιχειρεί όχι μόνο να φέρει στο φως τις δυνατότητες των κοινοτήτων ενέργειας αλλά και να αναδείξει τις πολυεπίπεδες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νησιώτες στην υλοποίηση τους. Οι προκλήσεις αυτές είναι συνδυαστικές, βαθιά δομικές και δεν αφορούν μόνο το πεδίο της ενέργειας.

Σε τεχνικό επίπεδο, πολλά νησιά παραμένουν απομονωμένα ενεργειακά από το ηπειρωτικό δίκτυο ή διαθέτουν ασθενείς διασυνδέσεις, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ανάπτυξη και λειτουργία κοινοτήτων ΑΠΕ χωρίς προηγούμενη ενίσχυση της υποδομής. Τοπικά δίκτυα με ανεπαρκή χωρητικότητα, όπως αυτό της Αστυπάλαιας, περιορίζουν άμεσα τον αριθμό των εγκαταστάσεων που μπορούν να ενταχθούν και καθιστούν αναγκαία τη χρήση αποθηκευτικών λύσεων – μπαταρίες και έξυπνα δίκτυα που δεν είναι εύκολα διαθέσιμα ή οικονομικά προσβάσιμα. Οι τεχνικές ανάγκες, όπως καταγράφονται στο ILED, δεν περιορίζονται στη σύνδεση και στη μεταφορά ενέργειας, αλλά επεκτείνονται και στη διαχείριση των δεδομένων, καθώς σε πολλές περιπτώσεις απουσιάζουν βασικές υποδομές, όπως οι έξυπνοι μετρητές, που θεωρούνται απαραίτητοι για τη λειτουργία μοντέλων δυναμικής ενεργειακής ανταλλαγής.

Πέρα όμως από τις τεχνικές προδιαγραφές, ιδιαίτερη πίεση ασκείται και στο οικονομικό πεδίο. Το μικρό μέγεθος των νησιωτικών αγορών, η εποχικότητα της ζήτησης λόγω τουρισμού και το αυξημένο κόστος μεταφοράς υλικών και τεχνικών μέσων επιβαρύνουν την υλοποίηση έργων κοινοτικής ενέργειας. Η χρηματοδότηση γίνεται δύσκολη υπόθεση, καθώς λίγες επενδυτικές πρωτοβουλίες επιλέγουν να δραστηριοποιηθούν σε απομονωμένα νησιά με αβέβαιες αποδόσεις και ασθενές ρυθμιστικό πλαίσιο. Όπως καταγράφεται στις παρουσιάσεις του έργου ILED, είναι απαραίτητη η ύπαρξη προσαρμοσμένων χρηματοδοτικών εργαλείων, ευέλικτων ενισχύσεων και ελαφρύνσεων, ώστε να καταστεί δυνατή η είσοδος των τοπικών κοινωνιών στον ρόλο του παραγωγού-καταναλωτή ενέργειας.

Το πρόβλημα περιπλέκεται περαιτέρω από το θεσμικό και κοινωνικό πλαίσιο. Σε πολλά νησιά, η ενεργειακή κοινότητα ως έννοια παραμένει άγνωστη ή παρεξηγημένη, γεγονός που οδηγεί σε απουσία κοινωνικής αποδοχής, αλλά και ελλιπή πολιτική βούληση από πλευράς των τοπικών αρχών. Η γραφειοκρατία, η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας, οι καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις και η έλλειψη επιτελικών τεχνικών γνώσεων από πλευράς των ΟΤΑ αποτελούν σοβαρούς φραγμούς για την εφαρμογή έργων. Συχνά, οι ενεργειακές κοινότητες γεννιούνται από πρωτοβουλίες λίγων πολιτών ή μικρών ενώσεων, χωρίς την αναγκαία θεσμική στήριξη για να σταθούν σε μόνιμη βάση. Επιπλέον, στα νησιά όπου ο τουρισμός αποτελεί την κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα, η πρόθεση εγκατάστασης ΑΠΕ έρχεται πολλές φορές σε αντίθεση με τις τοπικές αντιλήψεις για την αισθητική του τοπίου ή με τις επιχειρηματικές επιδιώξεις γύρω από την αξιοποίηση της γης.

Κομβικό ζήτημα παραμένει και η περιβαλλοντική διάσταση. Η πλειονότητα των νησιών της Μεσογείου διαθέτει περιοχές υψηλής περιβαλλοντικής αξίας, είτε ως περιοχές Natura είτε ως ιδιαίτερα ευαίσθητα οικοσυστήματα, κάτι που καθιστά τη χωροθέτηση φωτοβολταϊκών ή αιολικών μονάδων εξαιρετικά δύσκολη. Η περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι πολύπλοκη, ενώ η απουσία ειδικών σχεδίων και συμβατών τοπικών πολιτικών συχνά δημιουργεί αντικρουόμενες στοχεύσεις. Όπως αναφέρθηκε στο σεμινάριο του ILED, «η ανάγκη για ενεργειακή αυτάρκεια έρχεται σε σύγκρουση με την ανάγκη για διατήρηση της φυσικής και τουριστικής ταυτότητας των νησιών – χρειάζεται προσεκτικός και συμμετοχικός σχεδιασμός για να υπάρξει ισορροπία».

Σε αυτό το πλαίσιο, το όραμα για «πράσινα νησιά» και ενεργειακές κοινότητες παραμένει μεν επίκαιρο και αναγκαίο, ωστόσο δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς σοβαρή και πολυεπίπεδη υποστήριξη. Οι τεχνικές δυσκολίες, τα χρηματοδοτικά κενά, τα θεσμικά ελλείμματα και η κοινωνική δυσπιστία συνιστούν τέσσερις ισχυρές συνιστώσες που πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και όχι αποσπασματικά. Όπως δείχνει και το παράδειγμα της Αστυπάλαιας, όπου η έλλειψη χωρητικότητας στο δίκτυο παραμένει το κυριότερο εμπόδιο, ακόμη και μια νησιωτική κοινότητα με σημαντικό πολιτικό και επενδυτικό κεφάλαιο δυσκολεύεται να προχωρήσει στην πλήρη υλοποίηση των ενεργειακών της σχεδίων.

Αναγκαία επομένως είναι η ενίσχυση της τεχνικής επάρκειας των τοπικών αρχών, η δημιουργία στοχευμένων οικονομικών κινήτρων, η απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών και η έμφαση στην εκπαίδευση και την ενεργή εμπλοκή των πολιτών.

Τι προτείνεται – Τα εργαλεία που προσφέρει η Ευρώπη στις νησιωτικές κοινότητες ενέργειας

Ωστόσο, η Ευρώπη φαίνεται πως πιστεύει τις ενεργειακές κοινότητες βάζοντας κυρίως στο μικροσκόπιο τις ευάλωτες και γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, όπως τα νησιά. Η πιο χαρακτηριστική πρωτοβουλία είναι το European Energy Communities Facility, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να υποστηρίξει τη γέννηση νέων ενεργειακών κοινοτήτων με τρόπο πρακτικό και στοχευμένο. Μέσα από αυτό το σχήμα, κάθε δικαιούχος κοινότητα μπορεί να λάβει επιχορήγηση ύψους 45.000 ευρώ, προκειμένου να εκπονήσει ολοκληρωμένο επιχειρηματικό σχέδιο και να αποκτήσει την απαιτούμενη τεχνική και νομική υποστήριξη για να σταθεί στα πόδια της. Η ενίσχυση αυτή δεν παρέχεται απλώς ως οικονομική ανάσα, αλλά συνοδεύεται από τη συστηματική καθοδήγηση εθνικών εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι γνωρίζουν σε βάθος τις ιδιαιτερότητες του κάθε νομικού, κοινωνικού και θεσμικού πλαισίου. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Loïc Cobume, στέλεχος της FEDEREN και υπεύθυνος για την παρακολούθηση του προγράμματος: «Θέλουμε να βοηθήσουμε τις κοινότητες να περάσουν από την ιδέα στη δράση».

Ανάλογη βαρύτητα φέρει και το έργο PowerEcom, το οποίο αναπτύσσει και δοκιμάζει προσαρμοσμένα μοντέλα κοινοτήτων ενέργειας σε έξι χώρες της Ευρώπης – μεταξύ των οποίων η Αυστρία, η Ιρλανδία και η Βουλγαρία. Ειδικός του έργου τόνισε με έμφαση ότι «οι κοινότητες δεν είναι εύκολες στην υλοποίηση – απαιτούν μακρόχρονη υποστήριξη και τοπική ωρίμανση», αναδεικνύοντας την ανάγκη όχι μόνο για χρηματοδότηση αλλά και για συνεχή θεσμική και κοινωνική ενίσχυση των κοινοτήτων από τη στιγμή της σύστασής τους έως την πλήρη λειτουργία τους.

Συμπληρωματικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση διαδραματίζει το έργο ISLET, το οποίο εστιάζει αποκλειστικά στις μικρές νησιωτικές κοινότητες και αντλεί την τεχνογνωσία του από το διεθνώς αναγνωρισμένο παράδειγμα του Samsø στη Δανία. Στόχος του είναι να μεταφέρει, με τρόπο δομημένο, τις αρχές της κοινοτικής ενέργειας σε νησιά της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Κροατίας, όπου οι γεωγραφικοί περιορισμοί και οι τουριστικές πιέσεις καθιστούν τη μετάβαση ιδιαίτερα απαιτητική.

Πέρα από τα έργα αυτά, έχει ήδη διαμορφωθεί ένα πλήθος εργαλείων υποστήριξης που λειτουργούν οριζόντια για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν τα φυσικά και ψηφιακά One-Stop-Shops – δηλαδή ολοκληρωμένα σημεία πληροφόρησης και τεχνικής υποστήριξης – τα οποία λειτουργούν ως το πρώτο καταφύγιο για πολίτες, δήμους ή μικρές επιχειρήσεις που επιθυμούν να συστήσουν ή να ενταχθούν σε ενεργειακή κοινότητα. Σημαντική είναι επίσης η ανάπτυξη εργαλείων αξιολόγησης ωριμότητας και στρατηγικού σχεδιασμού, τα οποία βοηθούν τις κοινότητες να αποτυπώσουν ρεαλιστικά τις ανάγκες και τις δυνατότητές τους.

Ταυτόχρονα, νέα ψηφιακά μέσα, όπως τα εξειδικευμένα chatbots, έρχονται να καλύψουν την ανάγκη καθημερινής υποστήριξης σε απλές τεχνικές ή διοικητικές ερωτήσεις, ενώ τα εκπαιδευτικά πακέτα που έχουν αναπτυχθεί διαμορφώνονται ανάλογα με το επίπεδο γνώσης και τον ρόλο του κάθε ενδιαφερομένου – είτε αυτός είναι πολίτης είτε δήμος είτε μικρή ενεργειακή εταιρεία. Τέλος, εργαλεία «ταίριαξης» (matchmaking) επιτρέπουν τη δημιουργία νέων συνεργειών μεταξύ κατοίκων, δημοτικών αρχών και επιχειρήσεων, διευκολύνοντας τη σύσταση ενεργειακών κοινοτήτων που πατούν σε πραγματικές τοπικές συμμαχίες και όχι σε τεχνητά σχήματα.

Διαβάστε ακόμη